Tuesday, February 28, 2006

Η κρίση της κριτικής -ένα άρθρο μου στο περιοδικό "Διαβάζω"

(δημοσιεύτηκε στο τεύχος Φεβρουαρίου 2006)

Όταν για τριάντα τόσα χρόνια κυκλοφορεί κανείς –όπως εγώ- και με πολλαπλές, μάλιστα, ιδιότητες, στο χώρο του λογοτεχνικού βιβλίου, δεν είναι δυνατό να μην έχει παρατηρήσει κάποια αρρωστημένα φαινόμενα που ολοένα και αυξάνονται, ολοένα και πιο συχνά επεμβαίνουν τόσο στο συγγραφικό γίγνεσθαι όσο και στην αναγνωστική πράξη.
Αποφάσισα, γι αυτό, να επιλέξω δυο συγκεκριμένα μυθιστορήματα –θα μπορούσαν να ήταν και κάποια άλλα, τυχαία ως ένα βαθμό η επιλογή μου- επέλεξα, λοιπόν, δυο μυθιστορήματα με κοινά λίγο πολύ χαρακτηριστικά ως προς το είδος τους, τους συγγραφείς τους, τον εκδότη τους. Και καθώς θα περιγράφω την αντιμετώπισή τους τόσο από την κριτική, όσο και από το κοινό, θα προσπαθώ παράλληλα να καταθέτω τους προβληματισμούς μου για μερικά σημαντικά ή μη φαινόμενα του χώρου της ελληνικής λογοτεχνίας. Φαινόμενα που αποδεικνύουν ότι κάτι το σάπιο κυκλοφορεί ανάμεσα σε όσους ασχολούνται με τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνική παραγωγή.
Το πρώτο μυθιστόρημα είναι το <> της Ασημένιας Σαράφη (Πατάκης 2003). Δεύτερο έργο της συγγραφέα (γεν. το 1974) που το επάγγελμά της έχει να κάνει με την εκπαίδευση. Η Σαράφη γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στην επαρχία
Το δεύτερο μυθιστόρημα είναι το <<Στη σκιά της πεταλούδας>> του Ισίδωρου Ζουργού (Πατάκης 2005). Τέταρτο μυθιστόρημα του συγγραφέα αυτό, ο ίδιος (γεν, 1964) επίσης ασχολείται με την εκπαίδευση. Ο Ζουργός γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη.
Και τα δυο μυθιστορήματα είναι πολυσέλιδα και τα δυο αν και καθαρώς λογοτεχνικά έργα, στηρίζουν τη μυθοπλασία τους σε ιστορικά γεγονότα.
Η Σαράφη αναφέρεται σε γεγονότα που διαδραματίζονται σε ένα χωριό του Πηλίου και μέσα από τις εκεί συντελούμενες αλλαγές, περιγράφει την μετατροπή των κοινωνικών δομών του ελληνικού κράτους στο διάστημα κυρίως από το 1800 έως τα μέσα του 20ου.
Ο Ζουργός με άξονα τη Θεσσαλονίκη, αναπαριστά πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που σφράγισαν την Μακεδονία τον 20ο κυρίως αιώνα.
Και τα δυο έχουν ως πρώτιστο προτέρημά τους την άψογη και ολοζώντανη χρήση της γλώσσας. Ακόμα διαθέτουν έντονα σχεδιασμένους χαρακτήρες, πλούσια πάθη, επιτυχείς επισημάνσεις διασυνδέσεων ατόμων και κοινωνιών.
Και οι δυο συγγραφείς δεν ανήκουν σε όσους συχνάζουν στα λογοτεχνικά στέκια.
Και τα δυο βιβλία κυκλοφόρησαν από τον ίδιο εκδότη, που τα θεώρησε –το καθένα για την περίοδο που πρωτοκυκλοφόρησε- ως έναν από τους βασικούς του τίτλους.
Και για τα δυο η κριτική αδιαφόρησε. Η Σαράφη ούτε καν αναφέρθηκε ως υποψήφια στα Κρατικά Βραβεία ή στα βραβεία του Διαβάζω. Αν το ίδιο θα συμβεί και με τον Ζουργό, θα πρέπει να περιμένουμε μερικούς μήνες για να το δούμε ή όχι, αν και οι πρώτες ενδείξεις ήδη έχουν παρουσιαστεί και μας προετοιμάζουν για την τύχη του.
Με τα ίδια, λοιπόν, εφόδια -μα και δεσμά- τα δυο μυθιστορήματα στάλθηκαν να συναντήσουν το κοινό τους.
Το <> παρόλο που όσοι το διάβασαν είχαν τα καλύτερα λόγια να πούνε, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως εκτιμήθηκε από το πλατύ κοινό –αν η εκτίμηση για ένα μυθιστόρημα μετριέται σύμφωνα με τις πωλήσεις του.
Το <<Στη σκιά της πεταλούδας>> φάνηκε –εκεί κάπου προς το τέλος της Άνοιξης του 2005, που κυκλοφόρησε- πως θα είχε την ίδια τύχη. Αλλά κάπου προς το τέλος του καλοκαιριού αυτή η εικόνα μάλλον έδειξε τάσεις αλλαγής. Κι ήρθε μάλιστα και μια επαινετική αναφορά του Χρήστου Γιανναρά σε άρθρο του της Καθημερινής, να κάνει ένα μεγάλο μέρος αναγνωστών να στρέψουν την προσοχή τους προς το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Παρόλα αυτά και τούτο το μυθιστόρημα, μέχρι σήμερα (μέσα Δεκέμβρη) μόνο μια φορά έχει αναγραφεί σε κατάλογο ευπώλητων.
Σαφώς η «Πεταλούδα» διαθέτει περισσότερα στοιχεία «λαϊκού» μυθιστορήματος από το «Πλατάνι». Ο τρόπος που ο Ζουργός «βλέπει» τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα είναι πιο κοντά σε μια αποδεχτή από τους πολλούς άποψη –ιδεαλιστική και ρεαλιστική συνάμα, συναισθηματική και ιστορικά τεκμηριωμένη συγχρόνως. Η Σαράφη είναι πιο αποστασιοποιημένη, πλέον ίσως θηλυκά οργισμένη, συχνά έντονα συμβολική απ΄ ότι ένα πλατύ κοινό είναι διατεθειμένο να αποδεχτεί.
Αλλά σχετικά με την ποιότητα ενός έργου δεν μετρά ασφαλώς η ιδιαιτερότητα της συγγραφικής ματιάς, όσο οι τρόποι που η ματιά αυτή υποστηρίζεται. Και ως προς αυτό και τα δυο έργα είναι ισάξια.
Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, ως παράδειγμα αυτά τα δύο μυθιστορήματα, έχω νομίζω το δικαίωμα να αναρωτηθώ για κάποια φαινόμενα του στενού μα και του ευρύτερου χώρου των λογοτεχνιών μας πραγμάτων.
- Πώς η κριτική (αυτή πάντως που εκφράζεται στα καθιερωμένα και ευρύτερης κυκλοφορίας έντυπα) δεν ασχολήθηκε μαζί τους; Οι επαγγελματίες κριτικοί μας δεν αισθάνονται την στοιχειώδη υποχρέωση -απέναντι του εργοδότη τους και των αναγνωστών τους -να ενημερώνουν με τον πλέον πλουραλιστικό τρόπο;
- Η τάση που είναι πλέον εμφανής και σύμφωνα με την οποία η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία αντιπροσωπεύεται από 30 πάνω κάτω συγγραφείς μας και μόνο, από ποιους υποστηρίζεται και σύμφωνα με ποια λογοτεχνικά κριτήρια στοιχειοθετείται; Υπάρχουν προαποφασισμένα δημοσιεύματα ή όχι; Υπάρχουν συγγραφείς που εκ των προτέρων και άσχετα με το τι έχουν γράψει ή θα γράψουν στο μέλλον, δεν θα ασχοληθεί κανείς δημοσιογράφος / κριτικός μαζί τους;
- Τα μέλη των επιτροπών των Κρατικών Βραβείων έχουν συνείδηση πως από τη μια διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα και από την άλλη έχουν αναλάβει την ευθύνη να απονείμουν τον έπαινο της πολιτείας; Κι αν ναι, τότε πως δικαιολογούν ακόμα και στον ίδιο τους τον εαυτό, το γεγονός πως χρησιμοποιούν δημόσια θέση για να περάσουν ιδιωτικά συμφέροντα;
- Όσο δε για τις επιτροπές, άλλων ιδιωτικών βραβείων, που μπορεί να μην έχουν μεν την ευθύνη της κρατικής εντολής, αλλά που έχουν αναλάβει ένα εξ αντικειμένου ανιδιοτελή ρόλο, σύμφωνα με ποια άποψη ζητούν να ποδηγετήσουν την συνάντηση συγγραφέα και αναγνώστη; Ο κριτικός –και κατ΄ επέκταση κι αυτός που προχωρεί την κρίση του έως το σημείο της βράβευσης- μήπως δεν θα πρέπει να έχει εκ των προτέρων αποφασίσει αλλά να είναι ανοιχτός και στο όποιο νέο μπορεί να παρουσιάζεται δίχως προηγουμένως να έχει ζητήσει τα δικά του διαπιστευτήρια;
- Η δημιουργία βραβείου αναγνωστών που για πρώτη φορά είδαμε εφέτος να διοργανώνεται από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου σε τι προάγει την αναγνωστική συμπεριφορά των Ελλήνων; Τα ευπώλητα βιβλία (άλλα καλή λογοτεχνία, άλλα μέτρια, άλλα κακή) έτσι κι αλλιώς έχουν πάρει το βραβείο από αυτούς που τα επέλεξαν. Η πολιτεία πρέπει να τρέχει πίσω από τις αποφάσεις της Αγοράς ή μήπως πρέπει να φροντίζει να δίνεται η ευκαιρία να ακούγεται και ο λόγος όσων δεν ευτύχησαν να αγαπηθούν από τους πολλούς;
- Οι κατάλογοι των Ευπώλητων που σε όλα τα σχετικά με τη λογοτεχνία και γενικότερα το βιβλίο έντυπα πλέον εμφανίζονται πόσο με αντικειμενικά στοιχεία πωλήσεων συντάσσονται; Και μήπως η δημοσίευσή τους από ένα καθαρώς ενημερωτικό στοιχείο, έχει μετατραπεί σε διαφημιστικό βήμα και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις και παραπλανητικό ; Γιατί βέβαια ένα στοιχείο πωλήσεων είναι ο αριθμός των αντιτύπων που μέσα σε ένα συγκεκριμένο διάστημα έχουν πωληθεί, αλλά υπάρχει και άλλο στοιχείο, αυτό που δεν στηρίζεται στον αριθμό πωλήσεων, αλλά στη διάρκειά τους. Θέλω, με άλλα λόγια, να αναρωτηθώ ποιο τελικά μπορεί να θεωρηθεί ως πλέον ευπώλητο – το βιβλίο που μέσα σε δυο μήνες πούλησε 5.000 αντίτυπα και μετά σχεδόν μένει στα αζήτητα γιατί κάποιο άλλο «αστέρι» το έχει αντικαταστήσει, ή ένα άλλο βιβλίο που σταθερά και για χρόνια αγοράζεται από 2.000 αναγνώστες ανά έτος;

Αυτές ήταν κάποιες –όχι όλες- επισημάνσεις φαινομένων που αυτήν τη στιγμή φαίνεται να υπάρχουν στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής και να την καθορίζουν. Χρησιμοποίησα δυο συγκεκριμένα έργα έτσι ώστε να μπορεί ο κάθε αναγνώστης αυτού του σημειώματος μου να δει μόνος του αν οι επισημάνσεις μου είναι ουσιαστικές ή όχι, αν έχουν ή όχι στοιχεία αλήθειας.
Είμαι ο ίδιος συγγραφέας, κατά καιρούς έχω ασχοληθεί και με την κριτική λογοτεχνικών κειμένων. Άλλα πρώτιστα είμαι αναγνώστης και θέλω να διαβάζω καλά λογοτεχνικά βιβλία και ελλήνων συγγραφέων.
Τα φαινόμενα που εν συντομία επισήμανα αλλοιώνουν το πρόσωπο της ελληνικής λογοτεχνίας, εμποδίζουν τον αναγνώστη της να έχει δική του ελεύθερη επιλογή και κρίση. Είναι εκφράσεις μιας αρρωστημένης κατάστασης. Και θεώρησα πως δεν θα πρέπει να σιωπήσω, να μην προχωρήσω στην καταγγελία τους.
Ξέρω πως πολλοί είναι εκείνοι που συμφωνούν μαζί μου. Πολλοί θα είναι και εκείνοι που θα διαφωνήσουν. Ας συγκρουσθούν οι απόψεις οι διαφορετικές –έτσι κι αλλιώς ήδη συγκρούονται. Μόνο που μέχρι τώρα μάλλον εν κρυπτώ η σύγκρουση γίνεται. Ας έρθει στην επιφάνεια –ίσως έτσι η αρρώστια που μαστίζει τα λογοτεχνικά μας πράγματα μπορέσει να γιατρευτεί. Δεν το ελπίζω, αλλά οφείλω να το επιχειρήσω. Το οφείλω στους συγγραφείς που με ανάθρεψαν, σε αυτούς που με συντρόφευσαν, σε όσους έρχονται να με συναντήσουν.

2 Comments:

Blogger Μανος Κοντολεων said...

Δικαίωμα κάθε αναγνώστη να έχει τη δική του προσωπική άποψη για το βιβλίο που διαβάζει.
Αλλά δεν έγραψα το άρθρο αυτό ως κριτική για το μυθιστόρημα της σαράφη.
Άλλος είναι ο λόγος.
Θα περίμενα πάνω σε αυτόν τα σχόλια των αναγνωστών του.

Thursday, May 11, 2006  
Blogger Μανος Κοντολεων said...

Ίσως, λοιπόν, το διαδίχτυο να προσφέρει μια πλέον πλουραλιστική ενημέρωση

Saturday, May 13, 2006  

Post a Comment

<< Home