Tuesday, February 28, 2006

Η κρίση της κριτικής -ένα άρθρο μου στο περιοδικό "Διαβάζω"

(δημοσιεύτηκε στο τεύχος Φεβρουαρίου 2006)

Όταν για τριάντα τόσα χρόνια κυκλοφορεί κανείς –όπως εγώ- και με πολλαπλές, μάλιστα, ιδιότητες, στο χώρο του λογοτεχνικού βιβλίου, δεν είναι δυνατό να μην έχει παρατηρήσει κάποια αρρωστημένα φαινόμενα που ολοένα και αυξάνονται, ολοένα και πιο συχνά επεμβαίνουν τόσο στο συγγραφικό γίγνεσθαι όσο και στην αναγνωστική πράξη.
Αποφάσισα, γι αυτό, να επιλέξω δυο συγκεκριμένα μυθιστορήματα –θα μπορούσαν να ήταν και κάποια άλλα, τυχαία ως ένα βαθμό η επιλογή μου- επέλεξα, λοιπόν, δυο μυθιστορήματα με κοινά λίγο πολύ χαρακτηριστικά ως προς το είδος τους, τους συγγραφείς τους, τον εκδότη τους. Και καθώς θα περιγράφω την αντιμετώπισή τους τόσο από την κριτική, όσο και από το κοινό, θα προσπαθώ παράλληλα να καταθέτω τους προβληματισμούς μου για μερικά σημαντικά ή μη φαινόμενα του χώρου της ελληνικής λογοτεχνίας. Φαινόμενα που αποδεικνύουν ότι κάτι το σάπιο κυκλοφορεί ανάμεσα σε όσους ασχολούνται με τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνική παραγωγή.
Το πρώτο μυθιστόρημα είναι το <> της Ασημένιας Σαράφη (Πατάκης 2003). Δεύτερο έργο της συγγραφέα (γεν. το 1974) που το επάγγελμά της έχει να κάνει με την εκπαίδευση. Η Σαράφη γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στην επαρχία
Το δεύτερο μυθιστόρημα είναι το <<Στη σκιά της πεταλούδας>> του Ισίδωρου Ζουργού (Πατάκης 2005). Τέταρτο μυθιστόρημα του συγγραφέα αυτό, ο ίδιος (γεν, 1964) επίσης ασχολείται με την εκπαίδευση. Ο Ζουργός γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη.
Και τα δυο μυθιστορήματα είναι πολυσέλιδα και τα δυο αν και καθαρώς λογοτεχνικά έργα, στηρίζουν τη μυθοπλασία τους σε ιστορικά γεγονότα.
Η Σαράφη αναφέρεται σε γεγονότα που διαδραματίζονται σε ένα χωριό του Πηλίου και μέσα από τις εκεί συντελούμενες αλλαγές, περιγράφει την μετατροπή των κοινωνικών δομών του ελληνικού κράτους στο διάστημα κυρίως από το 1800 έως τα μέσα του 20ου.
Ο Ζουργός με άξονα τη Θεσσαλονίκη, αναπαριστά πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που σφράγισαν την Μακεδονία τον 20ο κυρίως αιώνα.
Και τα δυο έχουν ως πρώτιστο προτέρημά τους την άψογη και ολοζώντανη χρήση της γλώσσας. Ακόμα διαθέτουν έντονα σχεδιασμένους χαρακτήρες, πλούσια πάθη, επιτυχείς επισημάνσεις διασυνδέσεων ατόμων και κοινωνιών.
Και οι δυο συγγραφείς δεν ανήκουν σε όσους συχνάζουν στα λογοτεχνικά στέκια.
Και τα δυο βιβλία κυκλοφόρησαν από τον ίδιο εκδότη, που τα θεώρησε –το καθένα για την περίοδο που πρωτοκυκλοφόρησε- ως έναν από τους βασικούς του τίτλους.
Και για τα δυο η κριτική αδιαφόρησε. Η Σαράφη ούτε καν αναφέρθηκε ως υποψήφια στα Κρατικά Βραβεία ή στα βραβεία του Διαβάζω. Αν το ίδιο θα συμβεί και με τον Ζουργό, θα πρέπει να περιμένουμε μερικούς μήνες για να το δούμε ή όχι, αν και οι πρώτες ενδείξεις ήδη έχουν παρουσιαστεί και μας προετοιμάζουν για την τύχη του.
Με τα ίδια, λοιπόν, εφόδια -μα και δεσμά- τα δυο μυθιστορήματα στάλθηκαν να συναντήσουν το κοινό τους.
Το <> παρόλο που όσοι το διάβασαν είχαν τα καλύτερα λόγια να πούνε, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως εκτιμήθηκε από το πλατύ κοινό –αν η εκτίμηση για ένα μυθιστόρημα μετριέται σύμφωνα με τις πωλήσεις του.
Το <<Στη σκιά της πεταλούδας>> φάνηκε –εκεί κάπου προς το τέλος της Άνοιξης του 2005, που κυκλοφόρησε- πως θα είχε την ίδια τύχη. Αλλά κάπου προς το τέλος του καλοκαιριού αυτή η εικόνα μάλλον έδειξε τάσεις αλλαγής. Κι ήρθε μάλιστα και μια επαινετική αναφορά του Χρήστου Γιανναρά σε άρθρο του της Καθημερινής, να κάνει ένα μεγάλο μέρος αναγνωστών να στρέψουν την προσοχή τους προς το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Παρόλα αυτά και τούτο το μυθιστόρημα, μέχρι σήμερα (μέσα Δεκέμβρη) μόνο μια φορά έχει αναγραφεί σε κατάλογο ευπώλητων.
Σαφώς η «Πεταλούδα» διαθέτει περισσότερα στοιχεία «λαϊκού» μυθιστορήματος από το «Πλατάνι». Ο τρόπος που ο Ζουργός «βλέπει» τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα είναι πιο κοντά σε μια αποδεχτή από τους πολλούς άποψη –ιδεαλιστική και ρεαλιστική συνάμα, συναισθηματική και ιστορικά τεκμηριωμένη συγχρόνως. Η Σαράφη είναι πιο αποστασιοποιημένη, πλέον ίσως θηλυκά οργισμένη, συχνά έντονα συμβολική απ΄ ότι ένα πλατύ κοινό είναι διατεθειμένο να αποδεχτεί.
Αλλά σχετικά με την ποιότητα ενός έργου δεν μετρά ασφαλώς η ιδιαιτερότητα της συγγραφικής ματιάς, όσο οι τρόποι που η ματιά αυτή υποστηρίζεται. Και ως προς αυτό και τα δυο έργα είναι ισάξια.
Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, ως παράδειγμα αυτά τα δύο μυθιστορήματα, έχω νομίζω το δικαίωμα να αναρωτηθώ για κάποια φαινόμενα του στενού μα και του ευρύτερου χώρου των λογοτεχνιών μας πραγμάτων.
- Πώς η κριτική (αυτή πάντως που εκφράζεται στα καθιερωμένα και ευρύτερης κυκλοφορίας έντυπα) δεν ασχολήθηκε μαζί τους; Οι επαγγελματίες κριτικοί μας δεν αισθάνονται την στοιχειώδη υποχρέωση -απέναντι του εργοδότη τους και των αναγνωστών τους -να ενημερώνουν με τον πλέον πλουραλιστικό τρόπο;
- Η τάση που είναι πλέον εμφανής και σύμφωνα με την οποία η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία αντιπροσωπεύεται από 30 πάνω κάτω συγγραφείς μας και μόνο, από ποιους υποστηρίζεται και σύμφωνα με ποια λογοτεχνικά κριτήρια στοιχειοθετείται; Υπάρχουν προαποφασισμένα δημοσιεύματα ή όχι; Υπάρχουν συγγραφείς που εκ των προτέρων και άσχετα με το τι έχουν γράψει ή θα γράψουν στο μέλλον, δεν θα ασχοληθεί κανείς δημοσιογράφος / κριτικός μαζί τους;
- Τα μέλη των επιτροπών των Κρατικών Βραβείων έχουν συνείδηση πως από τη μια διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα και από την άλλη έχουν αναλάβει την ευθύνη να απονείμουν τον έπαινο της πολιτείας; Κι αν ναι, τότε πως δικαιολογούν ακόμα και στον ίδιο τους τον εαυτό, το γεγονός πως χρησιμοποιούν δημόσια θέση για να περάσουν ιδιωτικά συμφέροντα;
- Όσο δε για τις επιτροπές, άλλων ιδιωτικών βραβείων, που μπορεί να μην έχουν μεν την ευθύνη της κρατικής εντολής, αλλά που έχουν αναλάβει ένα εξ αντικειμένου ανιδιοτελή ρόλο, σύμφωνα με ποια άποψη ζητούν να ποδηγετήσουν την συνάντηση συγγραφέα και αναγνώστη; Ο κριτικός –και κατ΄ επέκταση κι αυτός που προχωρεί την κρίση του έως το σημείο της βράβευσης- μήπως δεν θα πρέπει να έχει εκ των προτέρων αποφασίσει αλλά να είναι ανοιχτός και στο όποιο νέο μπορεί να παρουσιάζεται δίχως προηγουμένως να έχει ζητήσει τα δικά του διαπιστευτήρια;
- Η δημιουργία βραβείου αναγνωστών που για πρώτη φορά είδαμε εφέτος να διοργανώνεται από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου σε τι προάγει την αναγνωστική συμπεριφορά των Ελλήνων; Τα ευπώλητα βιβλία (άλλα καλή λογοτεχνία, άλλα μέτρια, άλλα κακή) έτσι κι αλλιώς έχουν πάρει το βραβείο από αυτούς που τα επέλεξαν. Η πολιτεία πρέπει να τρέχει πίσω από τις αποφάσεις της Αγοράς ή μήπως πρέπει να φροντίζει να δίνεται η ευκαιρία να ακούγεται και ο λόγος όσων δεν ευτύχησαν να αγαπηθούν από τους πολλούς;
- Οι κατάλογοι των Ευπώλητων που σε όλα τα σχετικά με τη λογοτεχνία και γενικότερα το βιβλίο έντυπα πλέον εμφανίζονται πόσο με αντικειμενικά στοιχεία πωλήσεων συντάσσονται; Και μήπως η δημοσίευσή τους από ένα καθαρώς ενημερωτικό στοιχείο, έχει μετατραπεί σε διαφημιστικό βήμα και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις και παραπλανητικό ; Γιατί βέβαια ένα στοιχείο πωλήσεων είναι ο αριθμός των αντιτύπων που μέσα σε ένα συγκεκριμένο διάστημα έχουν πωληθεί, αλλά υπάρχει και άλλο στοιχείο, αυτό που δεν στηρίζεται στον αριθμό πωλήσεων, αλλά στη διάρκειά τους. Θέλω, με άλλα λόγια, να αναρωτηθώ ποιο τελικά μπορεί να θεωρηθεί ως πλέον ευπώλητο – το βιβλίο που μέσα σε δυο μήνες πούλησε 5.000 αντίτυπα και μετά σχεδόν μένει στα αζήτητα γιατί κάποιο άλλο «αστέρι» το έχει αντικαταστήσει, ή ένα άλλο βιβλίο που σταθερά και για χρόνια αγοράζεται από 2.000 αναγνώστες ανά έτος;

Αυτές ήταν κάποιες –όχι όλες- επισημάνσεις φαινομένων που αυτήν τη στιγμή φαίνεται να υπάρχουν στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής και να την καθορίζουν. Χρησιμοποίησα δυο συγκεκριμένα έργα έτσι ώστε να μπορεί ο κάθε αναγνώστης αυτού του σημειώματος μου να δει μόνος του αν οι επισημάνσεις μου είναι ουσιαστικές ή όχι, αν έχουν ή όχι στοιχεία αλήθειας.
Είμαι ο ίδιος συγγραφέας, κατά καιρούς έχω ασχοληθεί και με την κριτική λογοτεχνικών κειμένων. Άλλα πρώτιστα είμαι αναγνώστης και θέλω να διαβάζω καλά λογοτεχνικά βιβλία και ελλήνων συγγραφέων.
Τα φαινόμενα που εν συντομία επισήμανα αλλοιώνουν το πρόσωπο της ελληνικής λογοτεχνίας, εμποδίζουν τον αναγνώστη της να έχει δική του ελεύθερη επιλογή και κρίση. Είναι εκφράσεις μιας αρρωστημένης κατάστασης. Και θεώρησα πως δεν θα πρέπει να σιωπήσω, να μην προχωρήσω στην καταγγελία τους.
Ξέρω πως πολλοί είναι εκείνοι που συμφωνούν μαζί μου. Πολλοί θα είναι και εκείνοι που θα διαφωνήσουν. Ας συγκρουσθούν οι απόψεις οι διαφορετικές –έτσι κι αλλιώς ήδη συγκρούονται. Μόνο που μέχρι τώρα μάλλον εν κρυπτώ η σύγκρουση γίνεται. Ας έρθει στην επιφάνεια –ίσως έτσι η αρρώστια που μαστίζει τα λογοτεχνικά μας πράγματα μπορέσει να γιατρευτεί. Δεν το ελπίζω, αλλά οφείλω να το επιχειρήσω. Το οφείλω στους συγγραφείς που με ανάθρεψαν, σε αυτούς που με συντρόφευσαν, σε όσους έρχονται να με συναντήσουν.

Σκανταλιές κι ανοησίες για ένα γλυκό κεράσι - το νέο μου βιβλίο για παιδιά

Τα τελευταία χρόνια ζω μεγάλα διαστήματα στον Άγιο Λαυρέντιο -ένα από τα χωριά του Πηλίου.
Είναι το μέρος που μου προσφέρει το χρόνο και τις συνθήκες για να μπορώ να γράφω.
Ανάμεσα στους φίλους που έχω εκεί, είναι και ο Μανώλης.
Από τον Μανώλη άκουσα, κάποια μέρα, μια ιστορία που του είχε του ίδιου συμβεί, όταν ήταν ένα μικρό παιδί.
Μια ιστορία απλή, απόλυτα παιδική, με το χωρατό της αλλά και με το νόημά της.
Αποφάσισα να την γράψω. Πίστευα πως θα ήταν μια εύκολη υπόθεση. Γελάστηκα. Γιατί δεν είναι τελικά και τόσο εύκολο να μεταφέρεις μια ιστορία του χτες στο σήμερα, ούτε και να συνδέσεις συνθήκες του παρελθόντος με καταστάσεις τωρινές.
Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει αρχές καλοκαιριού από τις Εκδόσεις Πατάκη, με εικόνες του Σπύρου Γούση.
Ένα μικρό απόσπασμα εδώ -έτσι σαν κέρασμα στην Άνοιξη που αύριο θα είναι μαζί μας.


Σκανταλιές κι ανοησίες για ένα γλυκό κεράσι

(απόσπασμα)

<<Όταν ήμουνα πάνω κάτω στα χρόνια σου, ζούσα με τους γονείς μου στο χωριό…>>
<<Σ΄ αυτό εδώ το χωριό;>> περισσότερες λεπτομέρειες ζητά να μάθει ο Μάνος.
<<Όχι σ΄ αυτό… Σ΄ ένα άλλο>>
<<Το ίδιο όμορφο;>> συνεχίζει τις ερωτήσεις του ο Μάνος καθώς πάνω από το κεφάλι του τα φύλλα της κερασιάς χαϊδεύονται από το αεράκι και κάτω, εκεί που τελειώνει το βουνό, η θάλασσα έχει βαφτεί με τα όμορφα χρώματα του δειλινού.
Ο παππούς Μανώλης αναστενάζει
<<Δεν ξέρω αν ήταν το ίδιο όμορφο… Πάντως ήταν πιο μικρό… Ένα φτωχό χωριό…>> ρουφά το τσιμπούκι του, <<Τότε που εγώ ήμουνα παιδί, τα περισσότερα χωριά μας ήταν φτωχά…>>
<<…Και πεινούσατε;>> ο Μάνος κοιτά κατάματα τον παππού του
<<Αν συνέχεια ερωτήσεις μου κάνεις, δεν θα μπορέσω να σου την ιστορία μου>>
Ο Μάνος αποφασίζει να κρατήσει κλειστό το στόμα του και ανοιχτά τα αυτιά του.
<<Πάντως αν θες να ξέρεις>> συνεχίζει ο παππούς Μανώλης, <<δεν πεινούσαμε, αλλά και πολλά πράγματα δεν είχαμε…>>
<<Δηλαδή;…>> ξέχασε την υπόσχεσή του ο Μάνος
<<Ε, να δεν είχα τα παιχνίδια που έχεις εσύ…>>
<<Δεν είχες τραινάκι;>> ξαφνιάζεται ο Μάνος
Η γιαγιά Ελένη από τη βεράντα, ακούγεται να γελά και πάλι.
<<Όχι τραινάκι δεν είχα…>> ο παππούς Μανώλης ανακατεύει τα μαλλιά του εγγονού του, <<Μα είχα γάιδαρο!...>> καμαρώνει ο παππούς.
Ο Μάνος ξαφνιάζεται. Μπορεί και να ζηλεύει.
<<Αληθινό;>> θέλει να μάθει.
<<Τι ψεύτικο;… Ψεύτικο είναι το τραινάκι σου, ο δικός μου γάιδαρος ήταν αληθινός!>>
<<Κι έπαιζες εσύ μαζί του, όπως εγώ με τον Ραστ;>>
<<Εκείνα τα χρόνια τα παιδιά δεν είχαν χρόνο για παιχνίδια. Βοηθούσαν τους γονείς τους στα χωράφια. Έτσι κι εγώ… Ο πατέρας μου φόρτωνε το γαϊδούρι με ξύλα κι εγώ το οδηγούσα πίσω στο σπίτι μας…>>
Η γιαγιά Ελένη παρακολουθεί την κουβέντα τους από τη βεράντα. Μα δεν αντέχει μόνο να ακούει, θέλει κι αυτή κάτι να πει,
<<Πες και για τα γλυκά που τότε φτιάχνανε οι μανάδες!>>
Ο παππούς κουνά το κεφάλι
<<Παγωτό πάντως σαν τον εγγονό μας, δεν είχα…>>
Γουρλώνει τα μάτια του ο Μάνος. Καλοκαίρι χωρίς παγωτό, γίνεται;
<<Τα γλυκά τα έφτιαχνε η μάνα μου… Δεν ήταν πολλά για να τα τρώω εγώ όσο θα ήθελα… Να, ας πούμε εσένα σε αφήνουμε να φας όσα κεράσια θέλεις… Εγώ δεν μπορούσα να το κάνω αυτό!>>
<<Γιατί;>> έχει ολότελα πια μπερδευτεί ο Μάνος.
Η γιαγιά Ελένη έρχεται δίπλα τους. Κρατά μια πιατέλα με πέντε κομμάτια γαλατόπιτας.
<<Γιατί για να γίνει το κεράσι γλυκό, θέλει πολύ δουλειά… Το ξέρεις αυτό από μόνος σου. Μα εκείνα τα χρόνια οι νοικοκυρές δεν είχαν πλυντήρια και ηλεκτρικές κουζίνες να τους κάνουνε εύκολη τη ζωή...>> λέει η γιαγιά Ελένη και δίνει στον Μάνο ένα κομμάτι πίτας τυλιγμένο μέσα σε χαρτοπετσέτα..
Αυτός δαγκώνει μια μπουκιά
Ο παππούς Μανώλης συνεχίζει
<<Κάνανε λοιπόν γλυκό του κουταλιού και επειδή ήταν το μόνο που είχανε, θέλανε να το φυλάνε για να έχουν να κερνάνε τους επισκέπτες… Η μάνα μου έφτιαχνε πολύ όμορφο γλυκό του κουταλιού, πολύ μου άρεσε, αλλά μιας και ήταν το μόνο γλυκό που είχε , το κρατούσε να το έχει για τις γιορτές και δεν με άφηνε να το τρώω όσο θα ήθελα.>>
<<Έφτιαχνε όμως και γαλατόπιτα… Από εκείνη έχω μάθει τη συνταγή!>> η γιαγιά Ελένη έχει καθίσει δίπλα τους.
Ο παππούς Μανώλης σηκώνει τα φρύδια του
<<Ναι, έφτιαχνε!>> λέει, << Μα κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, άντε και σε καμιά γιορτή… Όχι όπως τώρα εσύ που κάθε εβδομάδα ψήνεις ένα ολόκληρο ταψί>>
Ο Μάνος καταπίνει τη μπουκιά της γαλατόπιτας αλλά σκέφτεται πως θα ήταν να είχε μπροστά του ένα βάζο γεμάτο με γλυκό κεράσι και να μην του επιτρέπουν να το δοκιμάσει έστω…
<<Δηλαδή ούτε μια κουταλιά;…>> ζητά περισσότερες εξηγήσεις
<<Α, εσύ εκεί με το γλυκό κεράσι κολλημένος!...>> αστειεύεται ο παππούς, <<Λοιπόν, αφού τόσο το θες, να συνεχίσω κι εγώ εκείνη την ιστορία που ξεκίνησα να σου λέω…>>
Η γιαγιά Ελένη κόβει ένα κομμάτι γαλατόπιτας στα δυο. Το ένα το προσφέρει στον παππού, το άλλο το κρατά για τον εαυτό της.
Ο παππούς Μανώλης δεν δείχνει να το προσέχει. Λες κι έχει επιστρέψει στα χρόνια τα παλιά, τότε που ήταν παιδί… Ένα παιδί που λαχταρούσε να φάει γλυκό κεράσι
<<Μια φορά που λες, έφτιαξε το γλυκό της, το έβαλε μέσα σε ένα μεγάλο γυάλινο βάζο, το έκλεισε σφιχτά κι όπως με είδε να το κοιτώ με άγριες διαθέσεις, μου είπε να μη τολμήσω να δοκιμάσω γιατί τούτη τη χρονιά το γλυκό το είχε φτιάξει για να σκοτώσει τα ποντίκια στην αποθήκη κι έτσι είχε ρίξει μέσα ποντικοφάρμακο>>
<<Ποντικοφάρμακο;>> ο Μάνος ξαφνιάζεται, <<Μα τρώνε τα ποντίκια γλυκό;>>
<<Αλήθεια, Ελένη>> ο παππούς κρύβει το χαμόγελό του κάτω από το μουστάκι του και γυρνά γιαγιά, <<Τρώνε τα ποντίκια γλυκά του κουταλιού;>>
Η γιαγιά Ελένη χαμογελά κι αυτή,
<<Τα δικά μου πάντως όχι! Τόσο επιτυχημένα που τα φτιάχνω δεν προλαβαίνουν να μείνουν για πολύ στο βάζο!>> καμαρώνει.
Ο Μάνος έχει πεισμώσει* θέλει να μάθει
<<Τρώνε τα ποντίκια γλυκό του κουταλιού;>> ρωτά και πάλι
Ο παππούς Μανώλης έχει βαριά βλέφαρα. Έτσι όπως τα χαμηλώνει, του κρύβουν το βλέμμα.
<<Δεν ξέρω…>> λέει, <<Δεν το έμαθα ποτέ…>>
<<Δηλαδή την πίστεψες ή όχι τη μητέρα σου;>> ο Μάνος δεν έχει σκοπό να αφήσει σκοτεινό τίποτε
<<Την πίστεψα;…>> λες και μονολογεί ο παππούς Μανώλης κι έπειτα σηκώνει το βλέμμα, κοιτά τον εγγονό του <<Ήξερα πως έπρεπε να μη φάω το γλυκό… >>
Η γιαγιά Ελένη έχει τη δικιά της εξήγηση,
<< Και προτίμησες να πιστέψεις πως είχε ποντικοφάρμακο… «Ο φόβος φυλά τα έρμα» -που λένε…>>
<<Μπορεί έτσι νάγινε…>> αναστενάζει ο παππούς Μανώλης, <<Πάντως δεν τολμούσα να ανοίξω το βάζο, να χώσω μέσα το δάχτυλό μου και μετά να το γλύψω.>>
Ο Μάνος ακούει όσα αφηγείται ο παππούς και σκέφτεται πόσο άσχημο πρέπει να είναι να έχεις μπροστά σου ένα ολόκληρο βάζο με γλυκό κεράσι και να πρέπει να μη το φας, να μην επιτρέπεται μήτε το δαχτυλάκι σου να χώσεις μέσα και μετά να το γλύψεις!
Ο Ραστ ξύνει το δεξί του αυτί κι έπειτα γυρνά στη γιαγιά Ελένη και την κοιτά, της σπρώχνει την παλάμη –μάλλον λαχτάρισε κι αυτός λίγη γαλατόπιτα.
<<Λοιπόν;…>> ο Μάνος θέλει να μάθει τη συνέχεια

Monday, February 27, 2006

Λεβάντα της Άτκινσον -το νέο μου μυθιστόρημα

Τον Δεκέμβριο του 2005 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη το θεατρικό μου έργο <<Η Τέταρτη Εποχή>>
Είναι το πρώτο θεατρικό έργο που έγραψα.
Όσο κι αν χάρηκα την όλη διαδικασία συγγραφής του, όσο κι αν ανακάλυψα νέους τρόπους συγγραφικής φόρμας, φαίνεται πως στην ουσία παραμένω πεζογράφος.
Έτσι, αποφάσισα να γράψω ακριβώς το ίδιο θέμα, αλλά πλέον με μυθιστορηματική μορφή.
Έβαλα, όμως, στον εαυτό μου κάποιους περιορισμούς:
1. Ο χρόνος του θεατρικού έργου να είναι ο ίδιος και στο μυθιστόρημα
2. Στο μυθιστόρημα οι διάλογοι που θα υπάρχουν θα είναι μόνο εκείνοι του θεατρικού.

Στην ουσία ψάχνω τρόπους σύνδεσης δύο διαφορετικών εκφραστικών μέσων -εκείνων του θεάτρου και αυτών του μυθιστορήματος.

Είμαι στο μέσον της διαδικασίας συγγραφής.
Εδώ παρουσιάζω το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος (που είναι και η πρώτη πράξη του θεατρικού)

"Λεβάντα της Άτκινσον"

Κεφάλαιο 1

Ο άντρας

Ανάμεσα στο χτες και στο σήμερα μεσολαβούν 30 χρόνια και το αποτέλεσμα μιας απόφασης.
Όλα είναι ζήτημα μιας και μόνο απόφασης – σκέφτεται.
Μα οι αποφάσεις δεν είναι για όλους οι ίδιες –άσχετα αν όλες τους, έτσι όπως οι ώρες γίνονται μέρες, οι μέρες μήνες, οι μήνες χρόνια, έχουν κάποια κοινά στοιχεία * τη σάρκα που υποκύπτει στη φθορά, την καρδιά που σπρώχνεται στην παραδοχή, τα όνειρα που μετασχηματίζονται σε σχέδια, τις ελπίδες που συμβιβάζονται με το προσδοκούμενο.
Μα –αρχικά έστω- οι αποφάσεις δεν είναι για όλους οι ίδιες. Υπάρχουν οι αποφάσεις των δυνατών και οι αποφάσεις των αδύναμων.
Αυτός -λέει- ότι μάλλον αδύναμος πρέπει να υπήρξε και να είναι. Αδύναμος, αναποφάσιστος... Σαν μια πόρτα που τρίζει, μετακινείται ελαφρά μιας μπρος μια πίσω, αλλά δεν τολμά να αφεθεί ολότελα στην πίεση του ρεύματος που σχηματίζεται ανάμεσα δυο παραθύρων. Τρίζει… Μήτε ανοίγει, μήτε μένει κλειστή…
Όλα αυτά μπορεί και στο παρελθόν να τα είχε σκεφτεί. Μπορεί… Ίσως. Πάντως και τώρα αυτά τα ίδια σκέφτεται. Αυτά κατακλύζουν τον εγκέφαλό του και ενεργοποιούν στη συνέχεια τις σκέψεις και τις κινήσεις του.
Η δεξιά παλάμη του, λοιπόν, φυλακίζει μέσα της την καμπύλη του μπράτσου του καναπέ… Το ξύλο είναι ζεστό,…ζωντανό. Έχει μνήμες!... Τις δικές του τις μνήμες. Και μνήμες είναι ότι έζησε. Πάνω στις μνήμες έχει προ πολλού αποφασίσει να στηρίξει αυτό που θα ζήσει… Κι αυτό είναι δειλία. Όταν κρατιέσαι από τις μνήμες –και μάλιστα των αντικειμένων- είσαι άτομο δίχως τσαγανό. Προσκολλημένο στο παρελθόν. Και μόνο στα λόγια, μόνο με λόγια εκφράζεις τις αντιθέσεις σου. Αντιθέσεις, όχι αποφάσεις νέες.
Άκουσε τον εαυτό του να του λέει πως δεν πάει άλλο… Τι θα πει δεν πάει άλλο;… Να προσπαθήσει να συνεχίσει ότι υπάρχει ή να ξεκινήσει κάτι το νέο; Μα αφού προσφεύγει ή έστω αφήνεται στην αφή του ξύλου και των καμπύλων του… Αυτό είναι φόβος, δισταγμός. Βόλεμα. Πάει να πει πως δεν τολμά την αλλαγή στα πενήντα του τόσο χρόνια. Φόβος, δισταγμός…Να μην χαθούν οι κατακτήσεις, οι συμβιβασμοί και οι μικρές ανέξοδες επαναστάσεις. Η ασφάλεια της ρουτίνας… Βόλεμα. Σκέφτεται ότι όλα είναι ένα βόλεμα. Κι αυτός αντιδρά στο ξεβόλεμα που πάει να του επιβάλλει εκείνη, η Κλέα… Η Κλέα του.
Η κτητική διάθεση ήρθε αυθόρμητα να υπενθυμίσει την από χρόνια ύπαρξή της. Αλλά με κτητική διάθεση ο ηγεμών λέει ο υπήκοός μου, μα και με κτητική διάθεση ο υπήκοος λέει ο ηγεμών μου. Η δική του έχει ενεργητική ή παθητική διάθεση;
Στρέφεται προς τη μεριά της και την κοιτά… Και τώρα αυτός είναι που ρωτά τον εαυτό του -Ο έρωτας πότε ήρθε;…
Αν ήρθε! –η απάντηση τον σαρκάζει.
Μήπως χάθηκε; -η υποψία τον αποδιοργανώνει.
Όλα από τον εγκέφαλο ξεκινούνε! –πάλι ο ίδιος απαντά στον εαυτό του.
Ναι;… Και τότε ποιος είναι ο ρόλος του πάθους; -ποιος από τους δυο τους ρωτά και ποιος είναι αυτός που θα απαντήσει;
Να που ξοδεύει το θυμό της επανάστασής του με ερωτήσεις φιλολογικές, τόσο μα τόσο μυθιστορηματικές… Σελίδες γραμμένες από ψεύτη, λαοπλάνο συγγραφέα.
Μα αποφάσισε –μην το λησμονεί- πως δεν πάει άλλο! Καιρός για ξεκαθάρισμα –αυτό αποφάσισε. Και βέβαια η απόφασή του πριν παγιώσει την ουσία της, φρόντισε να ευνουχιστεί. Διάλεξε την υφή του ξύλου, τις γνωστές από παλιά καμπύλες…
Είναι θυμωμένος με τον εαυτό του. Και όπως κάθε καλός αστός, μεταθέτει σε άλλου πλάτη την αιτία του θυμού του.
Δεν είναι αυτός που ζητά την αλλαγή. Αλλά εκείνη. Δεν είναι αυτός που προσανατολίστηκε στην κατεύθυνση της ρήξης… Αντίθετα, αυτός είναι που μετατρέπεται στον στυλοβάτη της οικογένειας, του δεσμού. Άλλωστε ποτέ δεν αρνήθηκε να υποστηρίζει την κατά καιρούς κλονιζόμενη συνέχεια…
Τον συμβιβασμό, μήπως; -η αυτοαναίρεση επανέρχεται.
Έστω!…-την αποδέχεται. Κάθε επιλογή μπορεί να τη χαρακτηρίσει ο καθένας με τον δικό του τρόπο κι ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής, μα τις τυχόν γνώσεις μιας εποχής.
Πάντως είτε μέσω συμβιβασμού είτε λόγω άποψης, οδηγήθηκε σε μια απόφαση και στη συνέχεια στην προσπάθεια υλοποίησής της.
Γι αυτό, άλλωστε, και πρότεινε το παιχνίδι της επανάληψης. Μια στρατηγική που εκπέμπει ένα ήθος –ότι μαζί, οι δυο τους ζήσανε, είναι σχεδόν ιερό.
Αλλά με πόση συνειδητοποίηση των κινδύνων πρότεινε να επανέλθουν σε στιγμές του παρελθόντος τους και μια - μια να τις ερμηνεύσουν και πάλι;
Η αρχική σκέψη –δική του- ήταν πως μέσα από την επανάληψη θα αναδυθεί αυτό που τους έχει ενώσει και ακόμα πως με τίποτε αυτή η ένωση δεν μπορεί να διαλυθεί πλέον… Με τίποτε και από κανένα. Μα η πιθανότητα να βγει στην επιφάνεια και ο συμβιβασμός; Να διαφύγει η μπόχα μιας σχέσης που έτσι όπως πάλιωσε, έχει και σαπίσει;…
Ναι, αυτή η πιθανότητα αγνοήθηκε. Ο ίδιος και πάλι ήταν που την αγνόησε. Και πρότεινε το παιχνίδι…
Εκείνη, πάντως, δεν δείχνει διατεθειμένη να το αποδεχτεί. Μήπως θέλει να δείξει πόσο περισσότερο τολμηρή έχει γίνει; Σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει τα δικά του τεχνάσματα για να τα στρέψει εναντίον του; Α, σίγουρα θυμίζει μια γάτα που νωχελικά γουργουρίζει ανάμεσα σε δυο ξεπορτίσματά της. Τι αυθάδης αυτάρκεια!
Θα της τραβήξει το μαξιλάρι που πάνω του νομίζει ότι βολεύτηκε. Θα της το επιβάλει το παιχνίδι.
Αυτόν τον βολεύει η αντάρα. Όταν θα έρθει και πάλι η μπουνάτσα δεν θα είναι μόνο τα δικά του τα άπλυτα στη φόρα πεταμένα. Τα δικά της, έτσι όπως μάλιστα τα είχε δώθε κείθε αφημένα, θα έχουν καλύψει το χώρο του καταστρώματος. Η δική της η αποφορά θα καλύπτει την υγρασία της γαληνεμένης θάλασσας. Κι εκείνη θα αναγκαστεί να τρέξει να συγυρίσει. Αυτός θα επιστρέψει στην καμπίνα του καπετάνιου. Με το τιμόνι και την πυξίδα να δείχνει τη ρότα που αυτός θέλησε να ακολουθήσουν.
Γυρνά, λοιπόν, την κοιτά σχεδόν κατάματα…
<<Λοιπόν, συναντηθήκαμε στο ταμείο του τελεφερίκ…>> της λέει.
Την βλέπει να έχει μια μάσκα πάνω στο πρόσωπό της. Όχι μάσκα. Κάτι σαν πέπλο. Τούλι που της κρύβει τις αντιδράσεις. Ή που δεν αφήνει να φανερωθεί η ανυπαρξία τους.
<<Στο άγαλμα του Βύρωνα… Από εκεί πήραμε ταξί για το τελεφερίκ…>> τον διορθώνει ψυχρά, αμέτοχα.
Μα η διόρθωση δεν μπορεί να κρύβει τη μη συμμετοχή. Ίσως εκείνη να θέλει να επιβάλλει μια παραλλαγή του παιχνιδιού… Ή να επιχειρεί να του ξεφύγει!..
Για πρώτη φορά ή για πολλοστή;
Δεν είναι ώρα για αμφιβολίες –αποφασίζει.
<<Μπορεί…>> και δείχνει ότι ίσως και να συμφωνεί μαζί της. Μα όχι απόλυτη παραδοχή, <<Αν και εγώ θυμάμαι ότι στο άγαλμα του Βύρωνα συναντιόμαστε τις επόμενες φορές… Τότε που σε πήγα στου Φιλοπάππου, ας πούμε…>> προσθέτει και ανακαλύπτει πως μέσα στη φωνή του κάτι σπασμένο υπάρχει. Αδυναμία –η αδυναμία της συναισθηματικής εξάρτησης ή τρόμος – ο τρόμος του οριστικού χαμού;
Κινδυνεύει να θεωρήσει πως το παιχνίδι δεν γίνεται μόνο για το ξεκαθάρισμα του τώρα… Είναι και το χτες που εγείρει τις απαιτήσεις του;
Η Κλέα τον κοιτά τώρα κι αυτή. Ξαφνικά το τούλι έχει σκιστεί από μια ματιά ειρωνείας. Δεν ήταν πάντα τέτοιο το βλέμμα της. Όταν την είχε πρωτοδεί ένα άλλο βλέμμα τον είχε γαντζώσει. Μια ματιά ελαφρώς θλιμμένη, ανεπαισθήτως τρομαγμένη, υποταγμένη, αναγνωρίζουσα το κύρος της ανδρικής οντότητάς του. Το βλέμμα μιας σαστισμένης μπροστά στον έρωτα γυναίκας, μιας νεαρής μεσοαστής της δεκαετίας του 60. Ναι! Και γι αυτό πάντα του πίστευε πως η Κλέα από την πρώτη τη στιγμή τον είχε ερωτευθεί. Πρώτα αυτή. Εκείνος ακολούθησε. Με κάποια καθυστέρηση… Στο τρίτο, ίσως στο τέταρτο ραντεβού. Τότε που για μια ακόμα φορά είχε φροντίσει να πάει νωρίτερα, να σταθεί κάτω από το άγαλμα του ρομαντικού όσο και επαναστατημένου ποιητή και να κρυφτεί πίσω από το βάθρο, να μπορεί με άνεση να την παρακολουθεί να έρχεται σχεδόν τρέχοντας, να φορά ρούχα ανάλαφρα και ανοιχτόχρωμα και να έχει μέσα στο βλέμμα της ολοφάνερα να κυριαρχεί η αγωνία πως ή εκείνη τον είχε στήσει ή εκείνος δεν θα ερχότανε. Ενοχές και ανασφάλεια. Τότε, εκείνες τις μέρες, αυτός πάνω στην ενοχή και την ανασφάλειά της είχε στηρίξει την πεποίθηση ότι αυτό το κορίτσι τελικά άξιζε να το ερωτευθεί. Και βέβαια δεν είχε υποψιαστεί, δεν είχε αναρωτηθεί καν αν υποταγή, ενοχή, ανασφάλεια, τρόμος μπορεί να στηρίξουν μια σχέση. Όχι, ασφαλώς! Άλλωστε υπήρχε και ο πόθος. Πείνα νεαρού αρσενικού και φρέσκο, του γάλακτος θηλυκό και υποταγή, ενοχή, ανασφάλεια, τρόμος –η Κλέα εκείνων των χρόνων.
Η Κλέα του σήμερα;
Τον κοιτά,
<<Δεν θυμάσαι καλά…>> λέει.
Αμφισβητεί, επαναστατεί, διεκδικεί. Σαφώς έχει ωριμάσει. Πληγώνει.
Κι αυτός αισθάνεται απροστάτευτος. Πολλά είναι εκείνα που η Κλέα ίσως υπονοεί… Κάποια πηγάζουν από τον τρόπο που αντιδρά η γυναικεία φύση της, κάποια μπορεί να έχουν να κάνουν με πράξεις του παρελθόντος -δικές του, δικές της, και των δυο. Ελάχιστα –αν και πρέπει κι αυτά να υπάρχουν- τα όσα ίσως εστιάζονται σε πρόσφατες και μόνο στιγμές τους… Όλα ικανά πάντως να τον απειλήσουν. Φθορά σωμάτων…. Και συναισθημάτων;
Από τα όσα πάντως ίσως ενυπάρχουν στη φράση της, εκείνος διαλέγει όχι το πλέον ανώδυνο, μα αυτό που του χαρίζει όπλα άμυνας και επίθεσης συγχρόνως… Ναι, αποφασίζει ότι λες και θέλει να του υπενθυμίζει πως πάει να παίξει ένα ρόλο που απαιτεί ηθοποιό νεώτερό του. Χα! Ξεχνά τη δικιά της ηλικία, λοιπόν… Μα δεν θα πέσει στην παγίδα να εκπέσει τη συζήτηση σε ένα τέτοιο επίπεδο… Όχι, για τώρα, τουλάχιστον. Θα κρατήσει το τέμπο που έχει προαποφασίσει… Δεν είναι καιρός για ακροβασίες δίχως την ύπαρξη προστατευτικού δικτυώματος.
<<Αν θες να με πείσεις ότι έχω πάθει Αλτσχάιμερ, δεν θα το καταφέρεις…>> την προειδοποιεί κι έπειτα με μια βαθιά ανάσα πάει να κερδίσει το χαμένο έδαφος, <<Αλλά δεν έχει και τόση σημασία το που συναντηθήκαμε… Στο τελεφερίκ πάντως φτάσαμε…>>
Οι μυρωδιές του Λυκαβηττού και το χλωμό φως ενός απογεύματος, ακόμα κι ο ιδρώτας πάνω στο πουκάμισό του –όλα ολοζώντανα. Τυμβωρυχία ή απονενοημένο διάβημα;
Ότι και νάναι, να που ανοίγει μια σκοτεινή δίοδο για να παρασυρθεί η μνήμη και να θελήσει την επιστροφή της στις εποχές που δεν είχε γίνει παρελθόν, μα παρόν και συμβάν ήταν.
Ο Λυκαβηττός άλλοτε φιλοξένησε τους μοναχικούς περιπάτους του, άλλοτε φιλικές συναθροίσεις, θεατρικές αναμνήσεις, ένοχες σκέψεις.
Είχε αποφασίσει –τότε που την πρωτογνώρισε- να διαγραφούν όλα αυτά, τα νέα που θα ερχόντουσαν να είχαν μόνο μια διάσταση –ο νέος , η νέα και το πρώτο τους φιλί σε τοπίο ειδυλλιακό.
Αλλά αν τα βράχια, οι δρομίσκοι, ο ναΐσκος, η καφετέρια, η πόλη ολόκληρη έτσι όπως ασφυχτικά περιβάλει τον βράχο –αν όλα αυτά δεν έχουν από μόνα τους τη δυνατότητα να ενθυμούνται, να μαρτυρούν και να καταγγέλλουν, όσοι τα σεργιανούν και τα κοιτάνε, μπορούν όλα αυτά να τα κάνουν… Μα, αν αφεθεί σε αυτό, είναι ως να προδίδει τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν επιθυμεί να συρθεί στους δαιδαλοειδείς υποθετικούς λόγους –«αν είχε γίνει αυτό, τότε το άλλο δεν θα ….». Η ζωή του είναι πλέον σχηματισμένη. Και στόχος του αυτόν τον απολύτως διακριτό σχηματισμό να διατηρήσει.
Η φωνή του γίνεται σκληρή. Το σώμα του αποκτά μια σιδερένια ακαμψία.
<<Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από εκεί…>> λέει και διαπιστώνει ότι υπάρχει ένας ερεθισμός έτοιμος να δώσει το παρόν του.
Εκεί, τότε, στον Λυκαβηττό –θυμάται- καθώς περπατούσαν δίπλα – δίπλα, το βλέμμα του είχε διακρίνει ένα μεταχειρισμένο προφυλακτικό να μισοκρύβεται ανάμεσα στα κλαριά κάποιου θάμνου και έριξε κρυφά τη ματιά του να δει αν κι εκείνη το είχε προσέξει και έτσι νόμισε μιας και στα χείλια της κάτι σαν υποψία χαμόγελου διαγράφτηκε, ενώ τα ματοτσίνορά της τρεμόπαιξαν σε ένδειξη ενοχλητικού ξαφνιάσματος. Μα εκείνος απρόσμενα είχε αισθανθεί μια άνεση,… όχι άνεση μα σιγουριά. Πριν από εκείνους και άλλοι είχαν περάσει από εκεί, είχαν οδηγήσει το παιχνίδι έως το αιώνιο και πατροπαράδοτο τέλος του…Άλλοι, άγνωστοι, μα σίγουρα ένα αρσενικό και ένα θηλυκό. Δυο ρόλοι ξεκάθαροι και αυτός που σε εκείνον αναλογούσε ήταν ολότελα προστατευμένος όσο και σαφής. Και τότε σκέφτηκε πως κι ο δικός της ρόλος ήταν το ίδιο σαφής, αλλά όχι και τόσο προστατευμένος –το προφυλακτικό άντρας το αγοράζει, το φορά και στη συνέχεια το πετά. Κι ένας κάποιος άντρας, άγνωστος ως άτομο αλλά με δεδομένη τη φυλετική του ταυτότητα, άφησε το ίχνος μιας απόδειξης πως η πράξη εκτελέσθηκε, ο χώρος προσφέρεται και στον τυχόντα διάδοχό του, για να συνεχίσει την επιβεβαίωση του φύλου τους.
Οι σκέψεις πάντα του ήταν αρκετές για να τον οδηγήσουν σε σεξουαλικό ερεθισμό, αλλά η έννοια του διαχρονικού ανδρισμού έδωσε στην απρόσκλητη στύση μια διάσταση ευθύνης.
Ίδια και τώρα –πάντα ερωτικά ενεργός αποδεικνύεται και πάντα το ίδιο υπεύθυνος
Αλλά μιας και καταφέρνει να ερεθιστεί από μια ανάμνηση του χτες που την έχει αποδεχτεί το σήμερα, μπορεί να είναι χαρούμενος. Αισθάνεται δυνατός. Ζωντανός –ζει τη ζωή που έχει πλέον επιλέξει...
<< Έλα, σήκω!… Εδώ δίπλα μου!>> -δεν είναι σίγουρος πως μιλά… Ως δάσκαλος, εραστής ή πληγωμένος;
Το αναγνωρίζει πως δάσκαλος της υπήρξε. Εραστής της, επίσης. Αυτοί ήταν ρόλοι –κάποιοι από τους πολλούς που επέλεξε να ερμηνεύσει καθώς ζούσανε ο ένας δίπλα στον άλλον. Μα αν από αυτήν τώρα πληγώνεται, αυτό δεν είναι ρόλος. Είναι κατάσταση, συνθήκη. Αν την αποδεχτεί, τότε και θα ερμηνεύσει το ρόλο του πληγωμένου. Τον θέλει αυτόν τον ρόλο;
Ασφαλώς και όχι! Οι πληγές κακοφορμίζουν… Σκοτώνουν στο τέλος.
<<Θεέ μου! Τι νόημα έχουν όλα αυτά;>> η Κλέα έχει σταθεί δίπλα του, το ύφος της προσπαθεί να μιμηθεί κάτι το μαρτυρικό.
Σχεδόν ολοφάνερο το σχέδιο της –ή τουλάχιστον θα μπορούσε αυτό να ήταν. Αφού πρώτα πληγώσει, μετά να προσφέρει την συμπαράστασή της συμβουλής της.
Μπορεί όμως και να την αδικεί –η εξυπνάδα που μετατρέπεται σε κάτι το πανούργο, δεν είναι προσόν. Ούτε ήθος εκφράζει. Κι η Κλέα ανήθικη ποτέ της δεν υπήρξε… Από άποψη, δειλία ή συναισθηματισμό –δεν έχει και τόση σημασία η πρόθεση. Το αποτέλεσμα είναι που μετρά στη βαθμολόγηση μιας ζωής. Άλλωστε έχει συνηθίσει να τον ακολουθεί… Ας την βοηθήσει να βρει και πάλι τα ίχνη που ο ίδιος συνειδητά αφήνει.
<<Λοιπόν…>> λέει και την κοιτά. Αλλά προς τι την προτρέπει, αφού ούτε κι ο ίδιος θέλει να διανύσει με κάθε λεπτομέρεια εκείνο το απόγευμα. Τότε τον ενοχλούσε ο ιδρώτας που λέκιαζε το πουκάμισό του στις μασχάλες , τώρα μπορεί να φοβάται ότι μαζί με τον ερωτισμό μπορεί να επαναφερθεί και η ανασφάλεια και η δισταχτικότητα.
Μα το καλό με τις αναμνήσεις είναι ότι μπορείς να ελέγχεις το ρυθμό προβολής τους.
<<Αλλά, ας αφήσουμε το τελεφερίκ…>> αποφασίζει, << Ας πάμε εκεί που ξεκινήσαμε να κατεβαίνουμε από την μεριά του θεάτρου>>
Αποφασίζει να σταθεί στη στιγμή εκείνη που απέναντί της για πρώτη φορά ως διαχρονικά κλασικός άντρας ενήργησε κι εκείνη -κει δα, δίπλα του- με παρθενική υπακοή ανέμενε την αρσενική ανάσα του να βρει το κυριαρχικό ρυθμό της και να ενωθεί με τη δικιά της.
Αρπάζει, λοιπόν, την Κλέα από το χέρι, την τραβά κοντά του. Πίσω από το σώμα της διαγράφεται η κουρτίνα. Πίσω από την κουρτίνα το ξέρει πως υπάρχει η λεωφόρος –γνωρίζει όλες τις αλλαγές που συντελέστηκαν όλα αυτά τα χρόνια… Στη λεωφόρο, στο σώμα της…
<<Περπατούσαμε ο ένα δίπλα στον άλλον…>> φέρνει στην επιφάνεια τη λεπτομέρεια. <<Δεν σου κρατούσα το χέρι>> θυμάται πολύ καθαρά και αποφασίζει πως η επανάληψη της σκηνής θα πρέπει να είναι όσο πιο πιστή γίνεται.
Αφήνει, λοιπόν, το χέρι της. Το βλέπει να πέφτει με ουδέτερη καρτερικότητα πάνω στο γοφό της. Μα παραμένει δίπλα του. Αναμένει. Τώρα όπως και τότε. Τότε με την προσμονή του θηλυκού που βλέπει ότι ο κατακτητής όπου νάναι θα γίνει υπήκοός της … Τώρα;… Τι περιμένει τώρα από αυτόν η Κλέα;…
Ξαφνικά αισθάνεται κάτι το ιδιαίτερα τρυφερό να τον πλημμυρίζει. Αποφασίζει να το χρησιμοποιήσει ως βοηθητικό στοιχείο.
<<Αλλά σε αισθανόμουνα δίπλα μου…>> μιλά, ότι θέλει να πει βγαίνει με τρόπο απρογραμμάτιστο. Επιμένει να εμπιστεύεται αυτό το κρυμμένο μέρος του εαυτού του. <<Θέλω να πω το άρωμά σου… Λεβάντα της Άτκινσον…>>
Το κρυμμένο μέρος του ίδιου του εαυτού του τον προδίδει.
Η μνήμη της όσφρησης είναι η πιο ερωτική μνήμη. Τόσο εύκολα ξαναγεννιέται και γίνεται από μνήμη πράξη.
Τον είχε ξενίσει το ότι μια νέα κοπέλα που φορούσε προσεχτικά διαλεγμένα ως προς την θηλυκότητά τους ενδύματα, είχε επιλέξει ανδρικό άρωμα να ρίχνει εκεί που οι μαστοί της ενώνονταν.
Αλλά με έκπληξη είχε διαπιστώσει ότι αυτή η μυρωδιά του άρεσε και είχε χαμογελάσει όταν εκείνη του εξήγησε πως αντιπαθούσε τα βαριά γυναικεία αρώματα. Απλώς είχε με χαμόγελο εκφράσει τον σχολιασμό του -του αρκούσε, την διαβεβαίωσε, πως αυτό που μύριζε ταίριαζε με ότι έβλεπε. Κι άλλωστε ήταν μια ανατροπή, κάτι το νέο… Μοναδικό πες.
Κι όταν μετά από ένα, ίσως δυο μήνες, όταν πια το άρωμα της λεβάντας Άτκινσον είχε εγγραφεί στους σεξουαλικούς ερεθισμούς του, όταν τότε λοιπόν, μέσα στο τρόλεϊ, η όσφρησή του ερεθίστηκε από αυτή τη μυρωδιά, θυμάται πως γύρισε το κεφάλι του να την ανακαλύψει και μια απρόσμενη στύση φανερώθηκε, μια στύση που με απόλυτη υποταγή στην αίσθηση που την είχε προκαλέσει, δεν δέχτηκε να υποχωρήσει όταν έγινε η διαπίστωση πως το άτομο που φορούσε τη κολόνια δεν ήταν η Κλέα, δεν ήταν καν μια κάποια, άλλη γυναίκα, αλλά ένας άντρας –λίγο μεγαλύτερος του, απόλυτα αρρενωπός… Κι όμως η στύση του επέμενε να εκτελέσει την κατάκτηση για την οποία είχε εκπαιδευθεί…
Τότε, είχε γελάσει με το ίδιο του το σώμα. Σχεδόν το είχε οικτίρει που ανήκε ολοκληρωτικά στις προσταγές των στερεοτύπων του εγκεφάλου. Αλλά δεν είχε και αργήσει να συνειδητοποιήσει πως οι επιλογές που συμπιέστηκαν ίσως να μετατρέπονται σε όνειρα που δεν αφηγούνται, εφιάλτες που δεν εξομολογούνται, ιδεοληψίες που δεν αναλύονται. Μια στιγμή που χάνεται δήθεν, αλλά έρπει εντός των ημερών της καθημερινότητας και με απρόσμενη παραλλαγή εμφανίζεται χρόνια μετά και διεκδικεί ότι κάποτε της είχαν στερήσει. Το διεκδικεί… Και εν τέλει το πραγματοποιεί;…
Η σκέψη τον πανικοβάλει. Την καταχωνιάζει γοργά σε μέρος του εγκεφάλου, απ΄ όπου δεν μπορεί να προξενήσει μήτε φλύαρα βλέμματα, μήτε αλλαγές στις αποχρώσεις του δέρματος.
Γνωρίζει πλέον τους λόγους και τις αιτίες, ξέρει και τις αφορμές. Αλλά δεν είναι διατεθειμένος να υποκύψει… Να χάσει.
<<Ήθελα να σε αγκαλιάσω…>> συνεχίζει το παιχνίδι με τον τρόπο που έχει επιλέξει ότι πρέπει να συνεχιστεί.
Άλλωστε, το ίδιο θέλει και τώρα –να την αγκαλιάσει…
Μα –συνειδητοποιεί την έλλειψη- το άρωμα της λεβάντας Άτκινσον απουσιάζει… Ενώ για χρόνια –τα πρώτα της Άνοιξής τους- υπήρχε μέσα στους πόρους του δέρματός της. Κι αν είχε φτάσει η σχέση τους στο στάδιο μιας πρώτης –ακόμα μη επικίνδυνης- ρουτίνας και όταν κυκλοφορούσαν μαζί στους δρόμους και συντρώγανε με φιλικά ζευγάρια σε εστιατόρια και παρακολουθούσαν θεατρικές παραστάσεις, δεν πρόσεχε, μάλλον δεν ενεργοποιείτο η σεξουαλικότητά του από την παρουσία της λεβάντας Άτκινσον, εντούτοις την αναζητούσε μανιωδώς στις σκιές του σώματός της όταν ολότελα γυμνή γινότανε κτήμα και μέθη του. Και η εκσπερμάτωσή του ίσως να ανίχνευε τις περιοχές του οργασμού και αυτός να αισθανότανε –ασυνειδήτως- ως ο απόλυτος άρρην, αυτός που υποτάσσει και το θηλυκό και το αρσενικό.
Οι νέες διαστάσεις –τότε σκεφτότανε- τροφοδοτούν μια σχέση διαρκώς. Μα –σκέφτεται τώρα- η υπερτροφοδοσία μήπως επιφέρει εμφράγματα και κυκλοφοριακές συμφορήσεις; Την τελευταία φορά που αγόρασε λεβάντα της Άτκινσον, δεν είχε εκείνη ως αποδέχτη του δώρου του…
Πάντως τώρα θέλει να την αγκαλιάσει με γνησιότητα αισθημάτων.
Μα η Κλέα μένει πάντα ακλόνητη. Κρατά τις μεταμορφώσεις της. Δείχνει να μην θυμάται –ασφαλώς όχι τα γεγονότα, μα εκείνο το αρρενωπό άρωμα της που ενωνότανε με τη δικιά του μυρωδιά του πόθου.
Κι αυτός έχει και πάλι ιδρώσει. Τώρα όπως και τότε… Μα χρόνια τώρα που η Κλέα δεν χρησιμοποιεί πια την λεβάντα της Άτκινσον.
<<Κι είχα μια αγωνία!… Άραγε τι θα μου έλεγες;>>
Σταματά γιατί νομίζει ότι χάνει την ικανότητα να χρησιμοποιεί τα ρήματα στο χρόνο που ο ίδιος έχει επιλέξει. Λίγο ακόμα και θα έλεγε «Άραγε τι θα μου πεις;»
Προσπαθεί να κρύψει την αμηχανία του. Θέλει από κάπου να πιαστεί. Επιλέγει την ανάλαφρη αναπόληση… Ήδη θυμάται…
Από την υπαίθρια καντίνα την είχε κεράσει μια πορτοκαλάδα. Εκείνη κρατούσε το μπουκάλι με δάχτυλα στολισμένα με δαχτυλίδια. Και η προκλητική θηλυκότητα των κοσμημάτων ταίριαζε απρόσμενα με την αθωότητα των άβαφων νυχιών. Η συνύπαρξη τους του κέντρισε μια πτυχή του εγκεφάλου του που για πρώτη φορά έστελνε μήνυμα ύπαρξής της. Ναι, τότε και για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πως ως μόνιμη σύντροφο του θα ήθελε μια γυναίκα που θα ήταν και μετρέσα και νοικοκυρά.
Κι έπειτα καθώς παρακολουθούσε τα χείλη της να σφίγγουν με την απόλυτα σάρκινη ύλη τους το καλαμάκι, αποφάσισε πως ήθελε να την κάνει δική του –όχι μόνο ρίχνοντάς την στο κρεβάτι της γκαρσονιέρας που δανειζότανε από τον φίλο, αλλά και μέσα στην καθημερινότητα των πτυχιακών εξετάσεων, το άγχος του στρατού και στους σχεδιασμούς μιας επαγγελματικής καριέρας. Αυτό, πρέπει να λέγεται έρωτας –τη θυμάται ολοζώντανη την τότε σκέψη του και τώρα της λέει,
<< Αλήθεια, το περίμενες πως εκείνο το απόγευμα θα σου ζητούσα να τα φτιάξουμε;>> -δεν είναι ακριβώς μια αναπόληση, κάτι σαν φλερτ θυμίζει. Παιχνίδι ερωτικό με δοσμένους ρόλους και κανόνες. Ο άντρας που κυκλώνει το αντικείμενο του πόθου του, η γυναίκα που προκαλεί αρνούμενη να επιβεβαιώσει.
<<Μάλλον…>>
Την ειρωνεία της δεν την αντιλαμβάνεται. Κι ούτε, άλλωστε, τον βοηθά να συντονίσει τις ενέργειές του. Διαπιστώνει πως όσο κι αν αντιστάθηκε έχει επανέλθει στο κατηφορικό δρομάκι και στην εικόνα της κοπέλας που περπατά δίπλα του φορώντας ένα λευκό φόρεμα με κόκκινα μικρά λουλουδάκια. Τα στήθια της δείχνουν τη γραμμή που ενώνονται, ο λαιμός της έτοιμος να σταμπαριστεί από ένα ρούφηγμα. Την ήθελε –αν γινότανε ακόμα και εκεί δίπλα, πίσω από τους θάμνους, να την έσερνε… Το δικό τους προφυλακτικό να συντροφεύσει το άλλο των άγνωστων εραστών. Και ξανά η σύντροφος για μια ζωή και το θηλυκό για μια εκτόνωση μπλέκονται εντός των στερεοτύπων του τότε…
<<Δεν ήμουνα σίγουρος…>> παραδέχεται και μένει δίχως όπλα αντίστασης. Μα είναι τόσες φορές που έχει αναρωτηθεί το ίδιο πράγμα ώστε αυθόρμητα η σκέψη η ίδια επανέρχεται –«Δεν ήμουνα σίγουρος αν την αγαπούσα, αν την ποθούσα ή απλά και μόνο ήθελα έτσι να τα φτιάξω μαζί της»
<<Από τότε…>> -η Κλέα μπορεί να διάβασε τη σκέψη του;
Τρομάζει… Την βλέπει που δεν αφήνεται στη μαγεία μιας περασμένης αίγλης και ολοένα προσπαθεί να φωτίζει την γκρίζα περιοχή του σήμερα.
Αυτός πάντως θα αμύνεται –έως πότε; Και επιλέγει τις μόνιμες επιλογές τόσων χρόνων. Έρωτας, πόθος, αγάπη.
Κι αν τότε εκείνη πείσθηκε, μπορεί και τώρα να πεισθεί.
Μια δοκιμή δεν βλάπτει… Η επανάληψη δημιουργεί την ανάγκη.
Την αφήνει να στέκεται εκεί στην ακινησία της και ξεκινά να τριγυρνά ανάμεσα στα έπιπλα που αγοράστηκαν ως αποτέλεσμα εκείνου του απογεύματος. Τριγυρνά και μιλά –ένας ηθοποιός που θέλει να επιβεβαιώσει ότι θυμάται ακόμα τα λόγια ενός παλιού του ρόλου.
<<Είναι, ξέρεις, εδώ και καιρό που θα ήθελα να σου πω κάτι… Ίσως και να το έχεις καταλάβει…>> -ναι, τα λόγια τα θυμάται, αλλά τότε ήταν ένας ζεν πρεμιέ, τώρα ως καρατερίστας μήπως γίνεται γελοίος;
<<Ναι, δεν ήμουνα σίγουρος…>> η αμφιβολία του τότε έχει ξεπεραστεί κι αυτό μπορεί να τον βοηθήσει σήμερα. Αλλά ξαφνικά κατανοεί την αναντιστοιχία ανάμεσα στις δυο εποχές. Λυγίζει, λέει με αναπάντεχο παράπονο, <<Τελικά ποτέ δεν είμαι σίγουρος μαζί σου…>>
Όμως εκείνο το απόγευμα στον Λυκαβηττό τα φτιάξανε. Στην κάπως αμήχανη δική του πρόταση, εκείνη είχε βιαστεί να απαντήσει με την κατάφαση ενός σφιξίματος του καρπού του μέσα στην παλάμη της. Κι έπειτα το φιλί τους, όσο κι αν είχε την αναγνωριστική διάθεση της πρώτης φοράς, ήταν παράλληλα και μια επιβεβαίωση εκ μέρους και των δυο τους. Και στη συνέχεια τα πρόσωπά τους απομακρύνθηκαν στην απόσταση μιας ανάσας, ίσα για να μπορέσει να χαρεί το βλέμμα της να πέφτει πάνω στα δικά του μάτια με –έτσι το διάβασε- προσήλωση, ευγνωμοσύνη και ανώριμο ηλικιακά πάθος.
Τώρα την κοιτά με όση απόσταση μπορεί να του προσφέρει το μήκος ενός σαλονιού. Μικρή, ελάχιστη απόσταση για να ξεγελάσει την όραση, να την κάνει να δει στο σώμα μιας μεσόκοπης, το κορμί μιας σχεδόν εικοσάρας.
Μα είναι άλλο να ζεις τον πόθο –πόθο, έρωτα, αγάπη σάρκας* όπως θες πες το- την ώρα της ακμής του σώματός σου κι άλλο να θες να τον ερμηνεύσεις –ερμηνεύσεις, αντιγράψεις, επαναλάβεις * όπως θες πες το- την εποχή που η σωματική ρώμη έχει γίνει πλαδαρή σάρκα.
Κι αν τότε –στα χρόνια της ρώμης- θέλησε και αφέθηκε, προκάλεσε την πολλαπλότητα των απολαύσεων που διαφορετικά μέλη, διαφορετικών γυναικών μπορούν να προσφέρουν, τώρα πια η πολλαπλότητα αν αναζητείται δεν είναι για τις απολαύσεις, μα για τις επιβεβαιώσεις. Και επιβεβαιώσεις υποκρύπτουν ανασφάλειες, ψυχικές αναστολές και πανικούς φθοράς. Κάτω από τη δικιά τους πίεση, η αναζήτηση… Α, ξέρει πολύ καλά που οδηγεί μια τέτοιας υφής αναζήτηση!
Σχεδόν τρομοκρατείται. Και τότε αφήνεται ολοκληρωτικά στην κυριαρχία ενός κύτταρου που έχει επίμονα και επίπονα εκπαιδευθεί να μάθει τα τερτίπια για να ξεγελά τους αδένες και να προκαλεί τον πόθο.
<<Αλλά, χτες το βράδυ, που χωρίσαμε, γύρισα στο σπίτι μου με τα πόδια… Δεν κοιμήθηκα… Σε σκεφτόμουνα συνέχεια…>> συνεχίζει να μιλά, με περισσότερη τώρα συνείδηση της ανάγκης του να ερμηνεύει το παλιό του ρόλο-α, θεέ μου πως γίνεται αυτές οι φράσεις να εξακολουθούν να μπορούν να έχουν ισχύ όταν ο χρόνος θα έπρεπε να τις είχε καταργήσει;
<< Όπως ο πεινασμένος το ψωμί…>> εκείνη σχολιάζει με τη γνώση της -διαχρονικής;- κυριαρχίας απάνω του. Μα δεν είναι σχολιασμός, χλεύη είναι. Χλεύη που αστοχεί πάντως, γιατί ενώ αναγνωρίζει το γεγονός, αδυνατεί να εξηγήσει τη δημιουργία του.
Κι αυτός θυμώνει. Με τον εαυτό του κυρίως και πρώτα… Ας φρόντιζε να είχε κάνει σαφές πως η προσκόλλησή του πάνω της δεν είχε να κάνει με την όποια ανδρική του ανασφάλεια, αλλά με την προσπάθειά του να συνετίζει την αρσενική του ταυτότητα –να την ελέγχει, να την ηρεμεί, να την κάνει να αποδέχεται βασικές νόρμες. Τη χρησιμοποιούσε, λοιπόν, ως φράγμα –τα νερά μπορούσαν να πνίξουν το δεσμό, τους θεσμούς… Εκείνη… Τον ίδιον.
Και δομικό συστατικό αυτού του φράγματος και το ότι πριν από ένα λεπτό είχε αντιμετωπίσει την τύψη που την χαρακτήρισε μεσόκοπη –θα μπορούσε να την έλεγε ώριμη.
Μα αυτή αγνοεί –τι ανοησία!- τη φθορά του χρόνου πάνω της, γνωρίζει μόνο –τι εγωκεντρικότητα!- ότι κυριαρχεί ως ρωγμή πάνω του. Ναι;…
<<Λοιπόν, δεν πάει άλλο…>> σχεδόν της φωνάζει, << Σε θέλω… Θέλω να πω, σ΄ αγαπώ…>> και ανατριχιάζει γιατί είναι σίγουρος πως χρησιμοποιεί τα λόγια που και τότε της είπε, τότε εκείνο το απόγευμα, στην στροφή του δρομίσκου, ενώ τα φώτα στα σπίτια της πόλης μόλις και είχαν αρχίσει να ανάβουνε.
Την πλησιάζει και πάλι. Την βρίσκει εκεί που την είχε αφήσει. Δίπλα στον καναπέ, δίπλα στο τραπεζάκι με την λάμπα και τη φωτογραφία των παιδιών. Από πίσω της υπάρχει μια κουρτίνα ημιδιάφανη και η λεωφόρος που έχει σταμπάρει την κοινή τους ζωή. Της πιάνει τα χέρια, μετά ανεβάζει τα δικά του μέχρι τους ώμους της. Αποφασίζει να επιχειρήσει την συνένωση δυο στιγμών…Και δυο σωμάτων. Ίσως και για να ξορκίσει την παρουσία πλάσματος διφορούμενου που σχεδόν λειτουργεί ως καταλύτης… Ή ακόμα χειρότερα, ως νάρκη.
<<Τότε δεν ήταν που σε φίλησα;>> ρωτά αν και γνωρίζει πως έτσι ήταν. Αλλά προσπαθεί να εκμαιεύσει τη δικιά της άποψη.
Εκείνη τον κοιτά μέσα στα μάτια.
Πόσες φορές στα τόσα χρόνια της κοινής ζωής τους που δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει το μήνυμα του βλέμματός της!
Κλείνει τα βλέφαρά του και την φιλά. Ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι όταν φιλά τα βλέφαρά του, πάντα, κλείνουν. Δεν έχει σημασία ποιο ήταν ή είναι το άτομο που του προσφέρει το άγγιγμα των χειλιών του, τη υγρή επαφή της γλώσσας, την ελαφρώς ενοχλητική επαφή των οδόντων… Τα βλέφαρά του πάντα κλειστά. Τι ξεχωρίζει πίσω από τα γερμένα ματόκλαδα;
Μα δεν στέκεται στο ερώτημα αυτό. Έχει ενοχληθεί που τα δικά της χείλια μένουν αμέτοχα. Τώρα… Και καθώς είναι έτοιμος να συγκρίνει το φιλί αυτό με το πρώτο, το τοτινό πρώτο φιλί τους, ξαφνικά συνειδητοποιεί πως έχει επέμβει στη μνήμη και το ότι τόσα χρόνια είχε κρατήσει ως αδέξιο μεν, μα φιλί πάθους, δεν ήταν παρά ένα φιλί άμυνας… Ω, μα είναι σίγουρος πως και τότε έτσι είχε συμβεί –τα χείλη της κλειστά. Τη φίλησε και εκείνη… Σίγουρος!... Σίγουρος;… Όταν για χρόνια έχεις αποδεχτεί κάτι, πώς ξαφνικά να έχεις το σθένος να ομολογήσεις πως ήταν πλάνη… Ή μήπως δεν ήταν;
Αυτό το άτιμο το παρελθόν! Τόσο ιδιοτελώς διαμορφωμένο. Κι αυτός έχει αποφασίσει να του εμπιστευθεί το μέλλον!
Σχεδόν τρομάζει. Αλλά δεν υπάρχουν περιθώρια υπαναχώρησης.
Απομακρύνει το πρόσωπό του από το δικό της, λέει,
<<Σε φίλησα παθιασμένα, αλλά εσύ δεν άνοιγες ολότελα το στόμα σου…>>
Είναι ένα παιχνίδι επώδυνο… Αφού πληγώνεται πρώτα αυτός γιατί θέλει να το συνεχίσει;
<<Πάντα ζητάς εκείνο που εσύ έχεις φανταστεί και δεν χαίρεσαι αυτό που έχεις…>> -να λοιπόν, που εκείνη καταλαβαίνει ότι ο αντίπαλός της έχει τραυματιστεί. Η ευκαιρία της δόθηκε από αυτόν για να κτυπήσει κι εκείνη δεν την αφήνει να πάει χαμένη.
Ανασυγκροτεί τις δυνάμεις του. Έτσι πρέπει να κάνει. Η φράση της δεν έχει σημασία τι υπονοεί. Αυτός θα επιλέξει το κρυφό νόημα. Και με τίποτε δεν στέκεται στην περίπτωση που τα λόγια της Κλέας ίσως έχουν να κάνουν με παρασπονδίες πρόσκαιρες, περασμένες… Ούτε με πράξεις πρόσφατες και μη ακόμα ερμηνευμένες. Η λεβάντα της Άτκινσον πρέπει να μείνει σύμβολο που αφορά αυτούς τους δύο και μόνο. Το τελευταίο μπουκάλι που αγόρασε, δεν το έχει τελικά και δωρίσει. Κάπου κρυμμένο, ξεχασμένο. Ένοχο μυστικό ή λανθασμένη απόφαση;…
Άρα –αποφασίζει- εγώ εξομολογούμαι κι αυτή αμφισβητεί. Εκνευρίζεται όταν του αμφισβητούν την καθαρότητα των προθέσεών του. Λυσσά όταν εκείνη ενώ γνωρίζει, παραποιεί…
<<Εννοείς ότι δεν αρκούμαι σε ότι μου πετούν ίδια με σκύλο που χαίρεται για το γλυμμένο κόκαλο>> μέμφεται την υστεροβουλία της. Και αποφεύγει να θαυμάσει τον εαυτό του καθώς τούτη την ώρα δεν ερμηνεύει, αλλά υποκρίνεται.
Την βλέπει να τινάζει το κορμί της. Να κρατά πάντα τα μάτια προς ένα ουδέτερο σημείο. Κι έπειτα σαν να ηρεμεί η έντασή της, το σώμα της χαλαρώνει, παίρνει την παθητικότητα της αποδοχής
<<Θυμάσαι τα πράγματα έτσι όπως εσύ τα θέλεις…>> του ψιθυρίζει σχεδόν κι ενώ αναστενάζει, αμέσως μετά λες και επανέρχεται στις νέες αποφάσεις της και η φωνή της αποκτά την ψυχρότητα ενός καρφιού, <<Ή μάλλον θες πάντα όλα να γίνονται όπως εσύ τα σχεδίασες…>>
Μάλιστα! Η γνωστή καταγγελία! Μα αν για χρόνια της αντέτεινε πως ο κάθε νοήμων οργανισμός –και το ζευγάρι ενιαίος και νοήμων οργανισμός είναι- έχει ανάγκη ενός μυαλού και το μυαλό δεν μπορεί να συντεθεί από δύο όντα, μα μόνο από ένα, τώρα το ξέρει ότι είναι πολύ κουρασμένος -κουρασμένος από τι; Κουράζει ο φόβος;- και δεν θα κρατηθεί σε μια κουβέντα τόσο διανοητική… Άλλωστε μπορεί να έχει κάνει και λάθος –βρίσκει στην ενδοσκόπηση πατήματα για να την κατανοήσει. Μπορεί στ΄ αλήθεια να έχει δίκιο η Κλέα και να ήταν απλώς και μόνο η τάση του να κυριαρχεί, να ανασυνθέτει τις ζωές των άλλων και από αυτές να φτιάχνει μια κοινή άλλη –δικής του επιλογής. Χαμογελά στη σκέψη αυτή…Αλλά γιατί κάτι τέτοιο να είναι εκ προοιμίου κατακριτέο;
<<Η ζωή είναι ένα θέατρο…>> μιλά σιγά, σχεδόν μονολογεί κι έπειτα αυτό που είπε του δίνει μια αίσθηση ικανοποίησης, <<Χρειάζεται σκηνοθεσία…>> προσθέτει.
Ναι, αν η ζωή είναι ένα θέατρο, τότε είναι οι άνθρωποι ηθοποιοί που από κάποιον σκηνοθετούνται… Μα ο σκηνοθέτης μόνο διευθύνει; Ο ίδιος δεν παίζει το ρόλο του;
Αν ήταν μια άλλη στιγμή, μια όχι τόσο ευαίσθητη και επικίνδυνη, δεν θα χαμογελούσε απλώς, αλλά θα γέλαγε.
Κάτι παραπάνω από σκηνοθέτης και ηθοποιός… Ποιος είναι αυτός ο παραπάνω, πως ονομάζεται η ιδιότητά του;…
Ανατριχιάζει καθώς η λέξη εισβάλει στη σκέψη του –Θεός;
Και τώρα πια, καμιά διάθεση ούτε καν χαμόγελου. Αυτός που πρώτα αγοράζει το πάθος, και στη συνέχεια το σκηνοθετεί και το ερμηνεύει, έχει ένα και μόνο όνομα, μια ιδιότητα, ένα χαρακτηρισμό… Ας μη το σκεφτεί! Τον ενοχλεί… Μπορεί και να τον πονάει… Ναι, τον πονούσανε εκείνα τα δωμάτια που δεν σου δίνουν καμιά δυνατότητα να επέμβεις στην διακόσμησή τους για να τα κάνεις έστω και ελάχιστα να μετατραπούν σε ερωτικούς χώρους, όπως και τον πονούσανε οι εικόνες των σωμάτων που επειδή έχουν επιλέξει την ερωτική προσφορά, δεν φροντίζουν και να την εκπέμπουν. Πράγματα και άνθρωποι χωρίς δυνατότητα χρησιμοποίησής τους στην σκηνοθεσία –στην πλάνη, αν θες- του έρωτα. Με όποια διάθεση η σκέψη του κυκλοφορεί σε όλα αυτά, το αποτέλεσμα πάντα συνώνυμο της ένδειας, του πόνου, της ενόχλησης, της στέρησης… Της στέρησης –τι επικίνδυνη λέξη!...
Και τρομάζει καθώς από τη μια σκέψη οδηγείται στην άλλη και έρχεται να ζήσει ξανά όλα εκείνα που η Κλέα συχνά του στερούσε.
Όχι, δεν μπορεί να αφήσει το παρελθόν να καθορίσει το μέλλον. Και προτιμά να επιστρέψει στη στιγμή αυτήν εδώ. Επιστρέφει στην Κλέα.
Όχι, δεν είναι έξυπνη. Έχει πάθος, μα όχι ευστροφία. Διαφορετικά… Τον είχε, προ ολίγου, σχεδόν, νικήσει. Λίγο αν συνέχιζε να τον σπρώχνει σε σκέψεις που φλερτάρουν με την υποκειμενικότητα της Τέχνης και με τις αναστολές των αμαρτιών, θα τον είχε φέρει στα νερά της. Το σώμα του έδειχνε πως για μια ακόμα φορά πρώτα θα την υπηρετούσε και μετά θα της υποτάσετο. Α, πόσο εύκολα μια γυναίκα μπορεί να καλουπώσει τις επαναστάσεις ενός άντρα!
Την κοιτά ξανά… Ναι, ώριμο κορμί. Όχι μόνο ώριμο, μα και… Κι όμως έχει μάθει να το ποθεί στην κάθε φάση του… Από την νεανική και ολοκληρωμένη, έως την ώριμη και ακρωτηριασμένη. Το έμαθε. Διδάχτηκε από… τα ιδιαίτερα μαθήματα που προσφέρανε από τη μια τη σιγουριά των δοκιμασμένων επιλογών και από την άλλη την ευστροφία ευρηματικότητας. Όσο κι αν υπάρχει ο ακρωτηριασμός, όσο η φθορά προχωρά τόσο περισσότερο να ενεργοποιείται η φαντασίωση –αυτό έπρεπε να κάνει. Το έκανε.
Μα δεν είναι έξυπνη. Ανυποψίαστη, ίσως. Έντιμη, ναι. Και εξεγερμένη πλέον…
<<Ε, λοιπόν, αυτό ακριβώς… ήταν το πρόβλημά μου. Δεν δεχόμουνα να παίζω ένα ρόλο… Ήθελα,… θέλω να είμαι ο ίδιος μου ο εαυτός>>
Το πάθος ξεχειλίζει όχι τόσο στα λόγια όσο στο πρόσωπό της.
Εκείνος για πολλοστή φορά εισπράττει τη μετέωρη αίσθηση ότι κάποιος τον έχει παρασύρει στην αδυναμία και μετά τον αφήνει έρμαιο των απατηλών ψευδαισθήσεων του.
Δεν τη λυπάται πια, δεν θέλει να ξεχωρίσει τις λεπτές αποχρώσεις ανάμεσα στην ωριμότητα και στο επερχόμενο γήρας. Ούτε, βέβαια, το ότι αγνοείται η επέμβαση του νυστεριού.
Καγχάζει την ανεμελιά της.
<<Και λες ότι το έχεις πετύχει;…>> με ερώτηση της απαντά.
Τα χέρια της διαγράφουν μια ασυνήθιστα μεγάλη τροχιά. Ίδια με το άνοιγμα των φτερών ενός γλάρου. Του δίνει την εντύπωση ότι η ίδια είναι που παρακολουθεί το δικό της πέταγμά.
Κι αυτός σκιρτά. Φοβάται…
Έχει δίκιο να φοβάται.
<<Αυτό άσε με να το κρίνω εγώ…>> η Κλέα δείχνει αποφασισμένη.
Α, μα αυτό δεν είναι δίκαιο! Ναι, ακριβώς αυτό είναι το άδικο. Να απαιτεί να κρίνει μόνη της τη συνέχεια ή το τέλος μιας κοινής ζωής. Με ποιο δικαίωμα αγνοεί τις δικές του ανάγκες;
Ξαφνικά είναι διατεθειμένος να τολμήσει μια πλήρη εξομολόγηση. Επιτέλους όλα όσα εξαναγκάσθηκε να κάνει –ναι, εξαναγκάσθηκε- από τη μια τον ρίχνανε στην αβεβαιότητα της αποκάλυψης και των συνεπειών της, από την άλλη τον οδηγούσαν στον διχασμό και στον άχαρο μετέπειτα αγώνα να συγκολλά τα διαμερισμένα κομμάτια. Αλλά συγκρατείται –για μια ακόμα φορά, πνίγει την έκρηξη και αφήνεται στη σιωπή.
Μα παραμένει να κραυγάζει μια άλλη ανάγκη εξομολόγησης. Αυτή που έχει να κάνει με την πιθανή στο μέλλον μοναξιά. Ναι, φοβάται τη μοναξιά. Φοβάται κι άλλα –τα γηρατειά, την αρρώστια…
Χρόνια τώρα και μέσα στην ασφάλεια της νεότητας, όλα αυτά σχεδίαζε να τα αντιμετωπίσει δίπλα της.
<<Αυτό λέγεται εγωκεντρισμός>> η φράση του πέφτει με μια σταθερή δύναμη. Τελεσίδικη. Με διπλό αποδέχτη –αυτήν και το κρυμμένο μέρος του εαυτού του.
Εκείνη κινείται ανεπαίσθητα προς τα αριστερά. Αποφεύγει να συγκρουστεί με τον τρόμο που πρέπει να ξεχώρισε ότι υπάρχει μέσα στο βλέμμα του. Χρησιμοποιεί την ασπίδα της λογικής πρώτα,
<<Δεν θες να δεις ότι κάποιος άλλος είναι ο εγωκεντρικός κι όχι εγώ…>> λέει κι επειδή προλαβαίνει να δει τη σπίθα της δικής του αντίδρασης, ξαναγυρνά εκεί που αυτός προσπάθησε να την οδηγήσει και <<Τώρα τι νόημα έχει αυτό το παιχνίδι;>> κάπως βαριεστημένα ρωτά.
Παιχνίδι, λοιπόν; Μα πάνω στο παιχνίδι αυτό θεμελιώθηκε ότι φτιάξανε. Παίζω, σημαίνει ζω. Ζω σημαίνει παίζω… Τόσα παιχνίδια όσοι και τρόποι ζωής.
<<Αυτή τη φορά για να σε κάνω να θυμηθείς!>> δεν έχει σκοπό να την αφήσει να του ξεφύγει. Ούτε βέβαια χρειάζεται να ανασκαλέψει και όλα τα άλλα, τα υπόλοιπα παιχνίδια.
<<Δεν έχω τίποτε ξεχάσει…>> ξεφωνίζει, σχεδόν αγγίζει την ένταση του ουρλιαχτού. Κι έπειτα πάει προς κάτι το πιο στριγκό <<Είσαι τρελός!>> λέει και πρέπει να θέλει να πείσει τον εαυτό της ότι το αδιέξοδο τους χτίστηκε από εκείνον και μόνο.
Ένα μέρος του εαυτού του είναι έτοιμο να συμφωνήσει μαζί της. Μα πότε και πως ένας άνθρωπος τρελαίνεται; Όταν αδικείται, ληστεύεται, καταστρέφεται… Τότε είναι που μπορεί να τρελαθεί. Τρελός, λοιπόν! Γιατί όχι; Και αυτό σημαίνει ότι υπογράφεις μόνος σου την είσοδό σου στην απομόνωση του ψυχιατρείου; Όχι, δα!
<<Δεν πρόκειται να σε αφήσω να καταστρέψεις όλα, τα πάντα…>> η δήλωσή του είναι πλήρης; -<<Μια ζωή…>> διευκρινίζει.
Την ξέρει καλά. Οι αλλαγές της είναι συνεχείς. Και όχι μόνο εξωτερικές –να αλλάζει ύφος στο ντύσιμό της, να αυξομειώνει το μήκος των μαλλιών της… Μα και στα ψυχονευρωτικά της τερτίπια. Σα τη θάλασσα –κάποτε έτσι το είχε σκεφτεί. Από τη γαλήνια επιφάνεια που πάνω της λικνίζονται βαρκούλες, στην αντάρα που διαβρώνει τα βράχια της ακτής. Ή από τη μανία του χειμωνιάτικου αρχιπελάγους, στη γλύκα του καλοκαιρινού κολπίσκου.
Κι αυτός πάντα στις αποσκευές του σωσίβια, μάσκες οξυγόνου και τραυμαπλάστ… Όπως και ψάθες για ηλιοθεραπεία και δροσερούς χυμούς για την ευχάριστη δίψα.
Παρακολουθεί και τώρα το πρόσωπό της να αλλοιώνεται. Κάτι το σκληρό τραβά τα χείλια της προς τις άκρες του προσώπου της, τα ρουθούνια της ανοιγοκλείνουν αναζητώντας περισσότερο αέρα. Ο πανικός αυτού που πνίγεται… Μα που βυθίζεται; -σκέφτεται εκείνος, ενώ η Κλέα προσπαθεί να πάρει βαθιές ανάσες.
<<Που την επένδυσες πάνω μου… Αυτό δεν λες;>> σχεδόν δείχνει πως τον περιφρονεί <<Πως είμαι η επένδυσή σου;>> -τον ειρωνεύεται;
Δεν του αρέσει να χρησιμοποιούν τα λόγια του με άλλο νόημα από αυτό που ο ίδιος τους είχε δώσει.
Δεν μπορεί να μη θυμάται εκείνη πότε της είχε πει αυτή τη φράση.
Ήταν την εποχή που αποφασίζανε το γάμο τους. Το σπίτι τους σχεδόν έτοιμο –τα ίδια χρώματα στους τοίχους που από τότε μέχρι και σήμερα τους περιβάλλουν, τα έπιπλα να έχουν παραγγελθεί –αυτά που και σήμερα ακόμα χρησιμοποιούνε. Τότε ήταν που είχε έρθει η πρόταση να πάει στην Αγγλία για να ξεκινήσει εκεί το επάγγελμα που ήξερε πως θα μισούσε.
Η πρόταση θεωρήθηκε ως ευκαιρία. Αλλά αν την αποδεχότανε ο γάμος θα αναβάλλονταν και ποτέ κανείς δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί πως κάποια στιγμή ίσως και να ματαιώνονταν.
Εκείνη του δήλωνε πως δεν θα έπρεπε να επηρεαστεί από την παρουσία της στη ζωή του. Γνησιότητα ή διπλωματία;
Αυτός δεν επέτρεπε στον εαυτό του να χάσει κάτι το βέβαιο για μια αμφίβολη νέα συνθήκη. Δισταγμός ή συντηρητισμός;
Ότι και νάταν, τότε δεν θέλησε να επιλέξει τους χαρακτηρισμούς, απλώς και μόνο πήρε την απόφασή του και με διάθεση αυτοσαρκασμού, την ώρα που ετοιμαζότανε για μια ακόμα φορά να εισέλθει μέσα της και να διηθεί στη μαγεία της σάρκας της, της είχε πει την φράση αυτή –φράση που έμελλε, όπως κάθε τι το τυχαία κωδικοποιημένο- να γίνει ένα από τα προσωπικά τους σλόγκαν.
Αλλά δεν του αρέσει ότι γράφτηκε ως σάτιρα να ανεβάζεται ως δράμα. Δεν διανοείται να τον εξαναγκάζουν να πρέπει να αντιμετωπίζει ποταπά συναισθήματα.
<<Μη γίνεσαι φτηνή! Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ!>> -κι είναι σίγουρος πως ναι, η Κλέα ξέρει καλά το νόημα μιας φράσης που χρησιμοποιήθηκε σε στιγμές διαπροσωπικού παιχνιδιού, σχεδόν ερωτικού.
Μα αμέσως είναι που υπενθυμίζει στον εαυτό του ότι για κείνη το ερωτικό παιχνίδι τους -ακόμα και το «σχεδόν»- δεν ήταν ποτέ ένα απλό παιχνίδι, τις περισσότερες φορές μια προσπάθειά της να ξεφύγει από την σκιά της παρουσίας του –διάθεση ελευθερίας ή και ακόμα απόφαση να κρατά σε ασφάλεια την αξιοπρέπειά της.
Αυθόρμητα στρέφει το κεφάλι προς τη μέσα μεριά του διαμερίσματος, εκεί που υπάρχει ο ιδιωτικός τους χώρος και το έπιπλο που έχει φιλοξενήσει τις πιο προσωπικές τους στιγμές. Στρέφει το κεφάλι και είναι σα να ακούει τις ανάσες τους, τα ελάχιστα λόγια τους, να παρακολουθεί τις κινήσεις τους και -με ποια τάχα υπόγεια διεργασία της μνήμης;- ενθυμείτε το κυρίαρχο χρώμα των εμπριμέ σεντονιών της πρώτης νύχτας του γάμου τους… Γαλάζιο. Κι εκείνος ήταν που είχε αναλογιστεί, τότε, εκείνη τη νύχτα, σχεδόν ξημέρωμα, πως πλέον το σώμα της Κλέας ήταν κάτι που, μέσω συμβολαίου, κατείχε. Απόλυτα φαλλοκρατική άποψη –δεν το είχε ποτέ του αμφισβητήσει, αλλά διάβολε, έχει κάτι το ερεθιστικό να αφήνεσαι μερικές φορές στον αταβισμό της κοινωνικής διάστασης του φύλου σου και να διασκεδάζεις υποκρινόμενος τον παραδοσιακό φαλλοκράτη. Κι έτσι –πάντα στα πλαίσια αυτού του παιχνιδιού- της είχε ζητήσει, απαιτήσει έστω, να γονατίσει μπροστά του και να προσκυνήσει, να δεηθεί στο σύμβολο του ανδρισμού του…
Είχε τινάξει το κεφάλι της, οι βλεφαρίδες της είχαν σκιάσει μια οργή στο βλέμμα της, και η άρνησή της ακούστηκε ξεκάθαρα, κοφτά, απόλυτα. Όχι για την προσφορά ηδονής, αλλά για την ένδειξη υποδούλωσης.
Αυτός επέμεινε, εγκατέλειψε τους όρους του παιχνιδιού και επιστράτευσε τη λογική του επιχειρήματος πως ανάμεσα σε ένα ζευγάρι πρέπει να υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Τα βλέφαρά της παρέμεναν κατεβασμένα, η άρνησή της το ίδιο ξεκάθαρη, κοφτή, απόλυτη. Και τότε εκείνος αποφάσισε να αλλάξει το έργο, να διαλέξει άλλον ρόλο, όχι του φαλλοκράτη κατακτητή, αλλά του παθιασμένου και υπάκουου εραστή και γονάτισε πια ο ίδιος μπροστά στα πόδια της και ήταν ο ίδιος που εξέπεμψε τη δέηση και προσκύνησε το σύμβολο της θηλυκότητάς της.
Ίσως θα έπρεπε να είχε δώσει μεγαλύτερη σημασία στο γεγονός πως τότε η Κλέα δεν είχε αντιδράσει, ίσως –σίγουρα ναι!- θα έπρεπε να έμενε περισσότερο στην ερμηνεία της αποδοχής εκ μέρους της αυτού του ρόλου του κι όταν μάλιστα η αποδοχή της –ακόμα και αυτή- είχε σαφέστατα σημάδια μιας απόστασης.
Σκηνή για μονόπρακτο με δύο πρόσωπα που πολύ συχνά, τα πρώτα κυρίως χρόνια του γάμου τους, επαναλαμβανότανε. Εκ μέρους του με την πρόθεση κάποια στιγμή να κερδιθεί η εμπιστοσύνη της* εκ μέρους της πάντα η διάχυτη αγωνία πως τώρα που αποδέχεται το ρόλο της θεάς, δεν θα έχει λόγο να αρνηθεί στη συνέχεια και το ρόλο της ιέρειας.
Ποτέ, εν τέλει, δεν το αποδέχτηκε. Ποτέ, εν τέλει, δεν την είχε πείσει για τις προθέσεις του. Ποτέ!...
Αισθάνεται κάτι να του πιέζει το στέρνο. Αχ, όχι ξανά! Δεν θέλει τώρα, αυτή τη στιγμή, να επανέλθει εκείνη η ατμόσφαιρα αμοιβαίας δυσπιστίας μετά τη συνουσία… Εκείνο το υφέρπον ερώτημα «ποιος γάμησε και ποιος γαμήθηκε». Οι ρόλοι ποτέ δεν μπορεί να είναι ξεκάθαροι. Και οι μεταπηδήσεις απόλυτα αποδεχτές…
Μα τι είναι όλα αυτά που του περνούν από το μυαλό. Απόψεις που σε μια περίοδο κρίσης δεν θα πρέπει με τίποτε να εμφανίζονται. Πόσο μάλλον και να προικοδοτούνται.
Κάτι πιο απλό, αναγνωρίσιμο πρέπει να υποστηριχτεί.
Να μη φοβάσαι τον άλλον, ούτε όμως και τον εαυτό σου –κάτι τέτοιο, ίσως;
<<Η επένδυση ήταν και των δυο μας!>> αυτό της λέει και δεν είναι σίγουρος πως εκείνη –έστω και τώρα- θα το καταλάβει.
Μα και πως απαιτεί την κατανόησή της, όταν ο ίδιος της είχε μάθει να μη λογαριάζει μήτε συναισθήματα μήτε και χρήματα. Την άφηνε να τα ξοδεύει και τα δύο, σίγουρος πάντα πως ο ίδιος είχε τον έλεγχο του αποθεματικού.
Αλλά να που τώρα την βάζει να μετρήσει κι ίδια το τι έχει απομείνει, να μελετήσει τρόπους συνέχειας της επιβίωσής τους. Της βάζει δύσκολα, ενώ την είχε αφήσει ανεκπαίδευτη.
<<Εγκλωβίστηκα…>> -ο σχολιασμός της. Και προτού αυτός να αποδεχτεί το χρονικό πλάτος που καλύπτει η φράση της, εκείνη έχει αρχίσει με νευρικές κινήσεις να μεταφέρει κάποια μικροαντικείμενα μέσα στο σαλόνι. Να μεταφέρει, να κρύβει, να τα χώνει κάτω από τα μαξιλάρια. Ο χώρος αδειάζει από τις πλέον πρόσφατες μνήμες του –το τασάκι Γκαουντί από το περσινό ταξίδι στη Βαρκελώνη, η φωτογραφία με την Αντιγόνη να παίρνει το πτυχίο της, η άλλη με τον Δήμο να σκύβει φουσκώνοντας τα μάγουλά του πάνω από την τούρτα με τα δεκαοχτώ κεράκια, το ριχτάρι με τον μεξικάνικο δράκο, αγορασμένο λίγους μήνες πριν από το Μοναστηράκι… <<Λοιπόν, ας συνεχίσουμε το παιχνίδι μας…>> σηκώνει το κεφάλι και τον κοιτά κι αυτός μόνο τότε κατανοεί την πρόθεσή της και σχεδόν παγώνει –μα είναι δυνατό να πιστεύει ότι τέσσερα, πέντε αντικείμενα και μόνο σηματοδοτούν τόσα χρόνια κοινής ζωής;
<<Ωραία!>> συνεχίζει εκείνη –ικανοποιήθηκε με το σκηνικό, λοιπόν; <<Και τώρα το δεύτερο ραντεβού μας…>> στέκεται απέναντί του με ίσιο το κορμί –στητό, ίδια με άγαλμα κλεισμένο σε αίθουσα μουσείου, πάει να πει χωρίς τις μυρωδιές των δρόμων και τα ίχνη των καιρών. Ανδριάντας δίχως μνήμη. Κι όμως μια μνήμη επικαλείται,…
<<Θυμάσαι; Στον Εθνικό Κήπο… Επτά το απόγευμα, στις επτά του Αυγούστου…>>
Πάει να τον εγκλωβίσει –καταλαβαίνει τις προθέσεις της. Μα από αλλού έρχεται ο κίνδυνος του εγκλωβισμού του. Όχι από τα γεγονότα ενός απογεύματος, αλλά από τα συναισθήματα μιας ηλικίας. Κι αν αφεθεί σ΄ αυτά, το ξέρει ότι θα φυλλορροήσει… Σχεδόν φυλλορροεί… Όταν κόψεις το κλωνάκι της λεβάντας, πρέπει αμέσως και να το καλύψεις με ένα τουλπάνι. Διαφορετικά, τα φυλλαράκια ξεραίνονται, πέφτουν, λερώνουν… Δεν προστατεύουν. Και μετά καταφεύγεις στις απομιμήσεις της φύσης. Από το φυτό στην κολόνια του. Έκπτωση;… Μάλλον προδοσία. Υπάρχει κανείς που δεν έχει προδώσει τη νεότητά του;
<<Ακριβώς! Δική μου ιδέα κι αυτό… Σκηνοθετικό εύρημα…>> με γρήγορες, στιγμιαίες αποφάσεις συνθέτει το σχέδιο αντίδρασής του. Δεν θα κάνει ότι δεν θυμάται, μήτε θα δείξει το φόβο του. Η αποστασιοποίηση της σκηνοθεσίας, το παιχνίδι που από τότε παίζεται. <<Στις επτά του μήνα, επτά το απόγευμα το ραντεβού μας, στις οχτώ του μήνα οχτώ η ώρα…>> με σταθερή φωνή περιγράφει ότι είχε γίνει. Μετά επιχειρεί να φτάσει γρήγορα στη μέρα τη σημαδιακή… Ποιος ξέρει μπορεί και να την κάνει να λυγίσει… <<Και μέχρι που θα φτάναμε στις δώδεκα Αυγούστου, όπου και τα μεσάνυχτα…>>
<<Είχες σχεδιάσει να με γαμήσεις…>> η Κλέα μπορεί να ξέφυγε από την παγίδα της ανάμνησης, μπορεί όμως και να είχε εδώ και καιρό απαλλαγεί από εκείνα τα χρόνια.
Όπως και νάναι, αυτός θυμώνει. Θυμώνει γιατί βλέπει πως δεν την ελέγχει πια με συναισθηματικές εκφορτίσεις. Αλλαγές στους κανόνες της συνύπαρξής τους. Ερήμην του –όχι δα!
Κι έπειτα η τόλμη, η χυδαιότητα των λόγων της! Μια καινούργια Κλέα! Ποια; Αυτή που ακόμα και στις πιο ανεξέλεγκτες στιγμές του πάθους τους, αρνιότανε να πει το πέος του με ονομασία χυδαία, μα ολότελα ερεθιστική και χρησιμοποιούσε υποκοριστικά που δεν ταιριάζαν στο σκήπτρο του ανδρισμού, αλλά στο σύμβολο του φύλου μικρού αγοριού.
… Αλλά για στάσου μια στιγμή! –η νέα άποψη τον κυριεύει. Μήπως τελικά δεν ήταν η σεμνοτυφία που την εμπόδιζε, αλλά η απόφασή της να μην τον χρήσει ποτέ κυρίαρχο του σώματός της; Όταν το πέος του εραστή σου το αποκαλείς πουλάκι, δεν είναι ως να τον ευνουχίζεις;… Ίσως γίνεται άδικος, ίσως δίνει ερμηνείες τραβηγμένες από τα μαλλιά, όπως και νάναι πρέπει να διατηρήσει την ηρεμία του, να μείνει στα όσα έχει αποφασίσει πως ισχύουν και στις τακτικές που έχει συνειδητά επιλέξει.
<<Τώρα γίνεσαι χυδαία!…>> θα ήθελε η φράση του να την πονούσε όπως ένα σκαμπίλι.
Μα εκείνη αγνοεί την προσβολή. Πάντα στητή απέναντί του –τα αγάλματα δεν γνωρίζουν κανόνες συμπεριφοράς.
Καλά, λοιπόν! Να δούμε αν θα αγνοήσει κάτι περισσότερο βαθύ… <<Άλλωστε στις δώδεκα εκείνου του Αυγούστου, δεν σε γάμησα…>> ξέρει κι αυτός όταν θέλει να γίνεται φτηνός. Να σαρκάζει <<Σε γάμησα;>> -ρητορική η ερώτηση του.
Την βλέπει να χάνει το χρώμα της. Ή έτσι αυτός νομίζει. Ωστόσο δεν του απαντά. Μήπως στο βάθος των ματιών της ξεχώρισε ένα βούρκωμα;
Τώρα –αναρωτιέται- γιατί έπρεπε να μιλήσω έτσι;
Παραμένω πάντα εγώ ο δυνατός…
Το σώμα του κάνει μια κίνηση να πλησιάσει το δικό της. Ένδειξη μεταμέλειας… Και η φωνή του επιστρατεύει τονισμούς ήπιους, σχεδόν τρυφερούς…
<<Καθώς άλλαζε η μέρα, θα άλλαζε και η ζωή μας…>>, και αποφασισμένους.
Αλλά το θήραμα έχει εξασκηθεί –δεν είναι, πια, η κοπελίτσα εκείνου του μακρινού απογεύματος.
<<Τι σκηνοθετικό εύρημα!>> -ναι, τον ειρωνεύεται.
Η δική του ενοχή σχεδόν σβήνει. Παρασέρνει μαζί της τον ήχο που κάνανε τα χαλίκια κάτω από τα παπούτσια τους και την αφή από το δαχτυλίδι που φορούσε στο μεσαίο της δάχτυλο και που του είχε ελαφρά τρυπήσει την παλάμη καθώς την χαιρετούσε. Ο Εθνικός Κήπος –ούτε καν ανάμνηση πια. Άλλωστε πόσα χρόνια που δεν τον έχουν διασχίσει;
<<Γιατί δεν ήταν;>> επιλέγει κι αυτός να μιλά για θεατρικά δρώμενα κι όχι για πράξεις σωμάτων.
Σωμάτων που τότε ξεχειλίζανε από τις ορμές και που το σφρίγος τους θέλανε να το δούνε να πέφτει στο έρεβος του πάθους, αλλά ντυμένο με τα ενδύματα μεγάλων συναισθημάτων.
Έχει εδώ και χρόνια ομολογήσει στον εαυτό του ότι είχε στήσει τους κανόνες του δεσμού τους. Γνώριζε καλά τις τεχνικές που το θέατρο της ζωής γράφεται, σκηνοθετείται και ερμηνεύεται.
Μια ομολογία που τον κάνει περήφανο. Αν κερδίσανε περιόδους ευτυχίας, πάνω σε αυτό το εύρημα το οφείλουνε.
Θα τολμήσει εκείνη να το αμφισβητήσει; Α, μπα, δεν θα φτάσει ως αυτό το σημείο…
Κι όμως η Κλέα φτάνει… Να το λέει ξεκάθαρα.
<< Επειδή ήξερες ότι οι δικοί σου στις δώδεκα του μήνα θα φεύγανε για το Λουτράκι…>> η φωνή της εξεγερμένη. Μα απόλυτα να ελέγχει τα λεγόμενα της, <<Αλλά θα φτάσουμε κι εκεί… Τώρα είμαστε ακόμα στο δεύτερο το ραντεβού μας… Έλα, έλα λοιπόν, σκηνοθέτησε τον εαυτό σου!… Παίξε! Τι στέκεσαι έτσι; Μήπως ξέχασες τα λόγια σου;… Να στα θυμίσω εγώ;>>
Με μια αδιανόητη για το παρελθόν διάθεση, παρακολουθεί τον εαυτό του να αφήνεται στον δικό της σκηνοθετικό ρυθμό. Και καθώς αποφασίζει να ερμηνεύσει τον ανεπίκαιρο ρόλο, διαπιστώνει ότι οι αμφιβολίες που κάποτε τον κυριεύανε μπορεί ακόμα να τον ευαισθητοποιούνε.
Ναι, συνειδητά είχε αποφασίσει να την προϋπαντήσει με ένα στίχο –συγκεκριμένο στίχο* ως ενημέρωση που αφορούσε εκείνη ή τον ίδιο του τον εαυτό;
Ήθελε να της πει, με πλάγιο τρόπο, να τον προσέχει ως άτομο συναισθηματικά ασταθές ή μήπως να υπενθυμίσει στον εαυτό του ότι απόλυτα δεν είχε ξεκαθαρίσει αν ήταν έρωτας νεανικός μεν αλλά πολλά υποσχόμενος ή μήπως η παρόρμηση του νέου άντρα να βάλει στο κρεβάτι του παρθένα;
Πάντως και τώρα απαγγέλλει με την αμφισημία που και τότε απάγγειλε…
<<Φύγε εσέ σου πρέπει στέρεα γη για να πατήσεις…>> μα αμέσως σταματά, βγαίνει από τη μαγεία της αναπόλησης και επανέρχεται στην αλαζονεία της δικής του γνώσης. Προσθέτει το όνομα του ποιητή - <<Καββαδίας…>> υπονοώντας ότι πολύ πιθανόν εκείνη να μην το έχει κατοχυρωμένο. Άλλωστε ούτε και τότε ήταν σίγουρος πως το τραγανό θηλυκό που στεκόνταν μπροστά του, δίπλα του, πάνω του σχεδόν πεσμένο, γνώριζε να ξεχωρίζει τους στίχους ποιητών. Κι ίσως κάτι τέτοιο να το προτιμούσε –επιτέλους ο μέγας εραστής δεν είναι αυτός που και το σώμα της γυναίκας ξυπνά και το μυαλό της;
Σκέψεις, απόψεις που η ιδεολογία του –όσο κι αν τότε ήταν ακόμα και κάπως ασαφής- δεν τις επέτρεπε, μα που τον έσπρωχνε σε αυτές ο δεσμός του με γενιές αρσενικών με καταβολές στην Ανατολή. Κι άλλωστε μέσα σε εκείνο το χλιαρό απομεσήμερο, μέσα στα ήπια χρώματα του κήπου και στα τελευταία τιτιβίσματα των πουλιών, του άρεσε να είναι όσο περισσότερο αρσενικός γινότανε –και κοντινός και απρόσιτος, και εξουσιαστής και συνοδοιπόρος.
… Τα φύλλα φιλοξενούσαν τα πουλιά που είχαν ξεκινήσει να κουρνιάζουν καθώς ο ήλιος είχε πάρει την κατηφόρα της δύσης του. Ομάδες ανθρώπων, διαφόρων ηλικιών και ποικίλων επαγγελμάτων ερχόντουσαν και φεύγανε ακολουθώντας τις αλέες που άλλες από αυτές οδηγούσαν στη λιμνούλα με τις πάπιες, άλλες προς τις εισόδους των γύρω δρόμων. Το φως είχε όλη την χαλαρότητα ενός καλοκαιρινού απογεύματος και το βουητό από τα διερχόμενα αυτοκίνητα απλώς μια υπενθύμιση ήταν πως η ζωή είχε και ένα άλλο πρόσωπο, ίσως λιγότερο ειδυλλιακό, πάντως σίγουρα πλέον αρμόζον προς τα όνειρα ενός νεαρού φοιτητή.
Αλλά καθώς την είδε να έρχεται προς το μέρος του, αφήνοντας πίσω της την κίνηση της λεωφόρου, καθώς την είδε μέσα στα τόσο τρυφερά επιλεγμένα για τη δική τους συνάντηση ρούχα της – το λευκό κυριαρχούσε μέσα στην απλότητά του και επέτρεπε στο μαυρισμένο από τον ήλιο δέρμα να αποκτά την ταυτότητα της ποθητής σάρκας- λιγώθηκε και προς στιγμή σκέφτηκε να μην αναφερθεί στις αμφίσημες απόψεις του στίχου, αλλά η εικόνα της ξυπνούσε μέσα του μαζί με τον πόθο και την υπευθυνότητα και ως τόσο ολοκληρωμένος άντρας πήρε τις αποφάσεις του και ενώ αφηνότανε να υποταχτεί στα προστάγματα της αφής του –την είχε πιάσει από τους ώμους- παράλληλα ξεκινούσε να αμφισβητεί την ίδια την παρουσία του στη ζωή της...
Και ασφαλώς την είχε υποτάξει!
Αλλά τώρα, να που δεν φαίνεται να γνωρίζει τις νέες της τοποθετήσεις. Ούτε να υποψιάζεται ότι η επανάστασή της ίσως και να ξεκινά από εκείνη εκεί του Κήπου τη συνάντηση…
<<Έπρεπε από εκείνη τη στιγμή να σε είχα καταλάβει>> του απαντά. Μήτε ίχνος νοσταλγίας, λοιπόν;… Οι ρόλοι εκείνου του απογεύματος έχουν ολότελα λησμονηθεί;
Διαπιστώνει ότι όλα από την αρχή θα πρέπει να επανεμφανιστούν και να τοποθετηθούν ξανά. Την κοιτά με ένα μείγμα βλέμματος –έκπληξης, παράπονου, διαμαρτυρίας.
<<Μα γιατί;>> τη ρωτά, <<Ήμουνα και τρυφερός και ειλικρινής… Σου είπα ένα ποίημα…>> μικρός δισταγμός, ανάσα… << Και μέσα από αυτό την αλήθεια μου…>>
Η Κλέα τον κοιτά καταπρόσωπο. Με ειλικρίνεια, σταθερότητα, ενδοσκόπηση
<<Με γοήτευσες! Το ομολογώ…>> λέει, κάτι ίσως θέλει να προσθέσει, διστάζει όμως, <<Αλλά…>>
Άρα ο ρόλος εκείνου του απόβραδου είχε τότε και για καιρό λειτουργήσει… Και δεν πρέπει τα γρανάζια του να έχουν σκουριάσει.
Δεν χάνει, λοιπόν, την ευκαιρία. Υποψιάζεται ότι την έχει οδηγήσει σε χώρους που αυτός ξέρει να περπατά. Χώρους ανιχνευμένους…
<<Αλλά τι;…>> την ωθεί να φτάσει πιο πέρα.
Μα η σιωπή της έτσι όπως συνοδεύεται από την απότομη αλλαγή της έκφρασής της – η ειλικρίνεια δεν αφορά τη μαγεία του τότε, η σταθερότητα δεν έχει να κάνει με την κατάφαση του χτες, η ενδοσκόπηση στρέφεται προς το αύριο… - η σιωπή της, λοιπόν, σηματοδοτεί τις νέες αποφάσεις της.
Κι αυτός πλέον δε διστάζει να την ξεγυμνώσει από τις προφάσεις…
<<Ψάχνεις δικαιολογίες>> -της ζητά να απολογηθεί;
Η Κλέα σηκώνει τους ώμους. Γυρίζει το κεφάλι προς τη μεριά του παραθύρου. Κάπου εκεί δίπλα κρεμασμένος ο πίνακας με το πορτραίτο της. Η ματιά του μοντέλου ανιχνεύει το βλέμμα του ειδώλου του. Κι αυτός μετρά κι ανατριχιάζει το πόσα χρόνια χωρίζουν τη σημερινή γυναίκα από εκείνη της ζωγραφιάς; Κι ανατριχιάζει όταν συλλογιέται πόσα γεγονότα έχουν συμβάλει στις αλλαγές;
Το είδωλο κάτι πρέπει να της μήνυσε.
<<Δεν έχω να δικαιολογηθώ για τίποτε!>> του απαντά η Κλέα. Και λέει τη φράση της με τρόπο έντονα συγκεκριμένο.
Όχι, δεν μένει μόνο στο παρελθόν –αυτό εκφράζει- καθόλου με το παρελθόν δεν θέλει να ασχοληθεί. Στο τώρα αναφέρεται. Του δείχνει πως αρκετά παίξανε με τις σκιές, τα φαντάσματα και τις χαμένες ή όχι ευκαιρίες. Για το παρόν τους μιλά και επιμένει ότι καμιά ενοχή δεν αποδέχεται.
Α, έτσι το θέλει; Καλά, λοιπόν! Ας το ακούσει αυτό που τόσο καιρό δεν θα ήθελε να της το είχε πει
<<Άφησες κάποιον τρίτο να μπει ανάμεσά μας…>> -μα ενώ η φωνή του έχει την αυστηρότητα ενός δικαστή, την ανησυχία ενός βολεμένου, το πάθος ενός ερωτευμένου, ένα μέρος του εγκεφάλου του ψάχνει να βρει τρόπους να ξεπεράσει το σοκάρισμα του άλματος από τα συμβάντα ενός μακρινού παρελθόντος στη γεγονότα τα πλέον πρόσφατα.
Άλμα που οδηγεί σε ένα κενό. Γιατί δεν μπορεί παρά να αντικρίζει τις εικόνες του εαυτού του στο τότε και στο τώρα. Ο νέος άντρας του τότε και ο ώριμος του τώρα. Του τότε που έλαμπε δίχως να το γνωρίζει, του τώρα που με επάρκεια αντιλαμβάνεται το τρεμόσβημα.
Και προς στιγμή τον αυτό το άλμα στο χρόνο τον κάνει να χάσει την ισορροπία του, αλλά αμέσως μετά επανέρχεται η υποψία πως αυτό για το οποίο την καταγγέλλει εύκολα θα μπορούσε να τεθεί και από τη δική της μεριά ως μομφή στο πρόσωπό του.
Αλλά ανασαίνει ανακουφισμένος, καθώς την ακούει να δίνει μια σιγανή απάντηση, να απαντά με σχολιασμό που έχει να κάνει μόνο με τη δική της άμυνα,
<<Είσαι τρελός>>
Μα γιατί είναι σίγουρος πως την βλέπει να προσπαθεί να κρύψει ένα χαμόγελο; Ω, ναι! Σαφέστατα χαμογελά. Το μειδίαμα εκείνου που έχει στήσει την παγίδα και βλέπει το θήραμά του να την πλησιάζει.
Ενεργοποιεί τον αυτοέλεγχό του. Αποφασίζει να ποντάρει στην άγνοιά της…
<<Προσπαθώ να μην γίνω…>> -η απάντησή του δείχνει να αφορά την παρατήρηση περί τρέλας, αλλά επίσης θέλει να τονίσει ότι δεν έχει σκοπό να πιαστεί στην όποια ξόβεργα.
Η Κλέα, όμως, αλλάζει στάση, ύφος, θέση, διάθεση. Μια κούραση βαραίνει το σώμα της. Σώμα που γνωρίζει να καλύπτει τα μυστικά του και να προκαλεί τον πόθο, εντούτοις σώμα με σημάδια του χρόνου, με γραμμώσεις του τρόμου… Μπορεί να ξέρει να τα κρύβει αποτελεσματικά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι και δεν υπάρχουν. Κι έπειτα γιατί δεν αναγνωρίζει το γεγονός πως αισθάνεσαι ποθητός και το δείχνεις όταν από τους άλλους εισπράττεις τον πόθο τους. Από τους άλλους και πόσο μάλλον από τον άλλον, τον ένα που τρυφερούδι σε γνώρισε και που ακόμα κι όταν η κυτταρίτιδα συνοδεύτηκε από την αποκοπή, ακόμα και τότε τον πόθο του στον έστελνε –αυθόρμητα ή προγραμματισμένα, ποια η διαφορά; Η είσπραξη είναι που μετράει.
<<Δεν είμαι πια εκείνο το κοριτσάκι…>> σαφώς και δεν μονολογεί, σαφώς προς αυτόν απευθύνεται έστω και με τόσο σιγανή φωνή. Κι έπειτα αφήνεται να πέσει στην πολυθρόνα, αναστενάζει μάλλον, << Δεν ξέρω πόσα χρόνια ακόμα θα ζήσω…>>
Α, να, λοιπόν, που βγάζει το μεγάλο της το όπλο.
Όπλο που ποιον χτυπάει;… Δεν θέλει να σκεφτεί τις δυο πιθανές περιπτώσεις. Προτιμά να μείνει στη μια και μόνο. Στην πιο ανθρώπινη. Την πιο απλή… την τραγικότερη.
Δεν έχει όμως σκοπό, να υποκύψει στην παρόρμησή του να την παρηγορήσει. Επιλέγει τη χρήση της απλής λογικής…
<<Μην αρχίζεις πάλι… Περάσανε δέκα χρόνια…>>
<<Έντεκα!>> η Κλέα με βιάση και ανεξέλεγκτο πανικό τον διορθώνει κι αυτός καταλαβαίνει ότι τελικά έχει εγκιβωτιστεί στην ίδια της τη στάση. Αν δεχότανε να κάνει ευρύτερα γνωστή εκείνη την ιστορία, θα την έβλεπε και περισσότερο ανοιχτά. Κρατώντας την, όμως, μέσα στο σπίτι τους, από τη μια την πολεμά, από την άλλη όμως την αφήνει να επεμβαίνει επαναληπτικά στη ψυχολογική της διάθεση.
<<Πόσο μάλλον!>> της λέει, αποφασίζοντας να μην αφεθεί στη συμπαράσταση της συμπάθειας και στην παρηγοριά της αναπηρίας.
Είναι η πρώτη φορά που επιλέγει αυτή την κάπως αμέτοχη στάση και εκείνη δείχνει να ξαφνιάζεται. Κι έπειτα αναζητά το χρόνο να επανεξετάσει τα νέα δεδομένα
<<Άσε με!>> γίνεται αγενής, <<Κουράστηκα!>> υπεκφεύγει.
Και τότε αυτός λυγίζει. Δέκα, έντεκα χρόνια έχει κρατήσει μια και μόνο στάση, μια και μόνο ενέργεια εφάρμοζε, όχι τώρα δεν θέλει να την αλλάξει. Και εν τέλει αδιαφορεί αν πρόκειται για έρωτα, αγάπη, συντροφικότητα, οίκτο, ανθρωπιά… Όπως κι αν ειπωθεί, το ίδιο είναι. Μια στάση ήθους. Και γνωρίζει άριστα ότι ήθος και έρωτας απαιτούν το ίδιο θάρρος. Και θράσος ακόμα… Την υποκρισία ως ερμηνεία ενός ρόλου… Γιατί όχι;
Πάει δίπλα της, γονατίζει, την αγκαλιάζει από τα γόνατα.
<<Σε θέλω πάντα με το ίδιο πάθος…>> είναι απόλυτα ειλικρινής. Αν κάποιος τον κατηγορήσει ότι κοροϊδεύει και ξεγελά, θα του απαντούσε ότι τα πάθη και τα συναισθήματα τα δημιουργεί και τα ελέγχει ο εγκέφαλος, όχι το ανόητο θυμικό… Ναι, σκηνοθεσία τα πάντα –γιατί όχι; Το ήθος της Τέχνης, ήθος και της ζωής. <<Όπως τότε, στο τρίτο μας ραντεβού στου Φιλοπάππου…>> επιχειρεί να επιστρέψει στην ασφάλεια που νομίζει ότι θα βρούνε στις κοινές τους αναμνήσεις.
Η Κλέα μένει αμέτοχη στο αγκάλιασμά του. Σχεδόν ενοχλείται.
<<Αυτό είναι το δράμα σου! Η εξάρτηση που έχεις από εμένα…>> χρησιμοποιεί φράσεις και απόψεις της τελευταίας της περιόδου. Αυτής που εκείνη υπερασπίζεται κι αυτός θέλει να εξαφανίσει.
Αποφασίζει να προσπαθήσει περισσότερο. Βάζει στοίχημα ότι θα την κάνει και να ερεθιστεί και να χαμογελάσει. Έστω και να ενοχληθεί…
<<Κακό είναι να βλέπω τη γυναίκα μου και να μου σηκώνεται;…>> με γνώση συγκεκριμένη και σαφή δίνει στη φωνή του μια αρσενική χροιά. Μακάρι να έκανε και τους αδένες του να εκπέμψουν μια βαρβατίλα. Άλλωστε αισθάνεται τον ερεθισμό να έρχεται να τον βοηθήσει. <<Το πρώτο πράγμα που πρόσεξα σε σένανε … ήταν ο κώλος σου>> χαμογελά με σεξουαλικό υπονοούμενο και χώνει τις παλάμες του ανάμεσα στο σώμα της και στο μαξιλάρι της πολυθρόνας, της χουφτιάζει τα οπίσθια, τρίβει το στήθος πάνω στα γόνατά της <<Αλλά τότε στου Φιλοπάππου ανακάλυψα και τα χείλια σου… Σχεδόν στα μάτωσα! >> λέει και είναι ως να εισπνέει τη μυρωδιά του πεύκου ανάμεικτη με το καυσαέριο της πόλης και την κολόνια της, τότε εκείνη τη βραδιά στου Φιλοπάππου, εκεί καθισμένοι σε πλατύ βραχάκι και που για πρώτη φορά τα χέρια και των δυο τους θα ξεκινούσαν τις τολμηρές εξερευνήσεις τους και τα δικά του δάχτυλα –α, πως θυμάται το ρίγος στις ρόγες του στήθους της καθώς έπαιζε μαζί τους ίδια σαν να πασπάτευε τις μπίλιες τις παιδικής του ηλικίας και αργότερα μέσα στα νύχια του θα ανακαλύψει πως είχε χωθεί η μυρωδιά του ιδρώτα της που είχε μουλιάσει τις μασχάλες της, μυρωδιά σώματος, αφρόλουτρου και ευαίσθητου αποσμητικού. Κι ενώ το καλοκαιρινό απόβραδο θα γίνεται ερωτικό ως στροφή ποιήματος του Αλεξανδρινού, αυτός θα οδηγούσε την παλάμη της προς τις δικές του αγωνιούσες μέσα στην ηδονή περιοχές του κι αυτή άλλοτε φευγαλέα, άλλοτε πλέον σταθερά θα προσπαθούσε να ανιχνεύσει που οδηγεί το σώμα της το σώμα του.
Ανεκπλήρωτες ορέξεις, μα τόσο μα τόσο ξεχωριστές καθώς ήταν οι πρώτες πολύ ιδιωτικές στιγμές τους –όχι ποτέ δεν γίνεται να λησμονηθούνε, να που και τώρα η ηδονική χροιά τους διασχίζει τη λήθη και μετατρέπει το σώμα το ώριμο σε κορμί νεανικό και πεινασμένο και σκαρφαλώνει απάνω της, εκεί πάνω στον καναπέ, προσπαθεί να τη φιλήσει…
Δικές του μόνο αυτές οι εξαρτήσεις από τις παλιές αναμνήσεις, αφού εκείνη κινείται με την τάση να ξεφύγει από την πίεση της αγκαλιάς του.
Γυρνά προς το πλάι το πρόσωπό της,
<<Γιατί δεν πας και με μια άλλη γυναίκα; Ίσως εκεί να είναι το πρόβλημα…>> ότι δεν έχει πετύχει με την κίνηση το καταφέρνει με τον λόγο.
Γιατί τότε πλέον αυτός ανασηκώνεται. Αισθάνεται ανόητος, ερωτικά αποτυχημένος, συζυγικά προδομένος. Δεν ελέγχει,… δεν ξέρει τι αισθάνεται. Κι αυτό τον θυμώνει.
Απομακρύνεται από κοντά της. Η νύχτα της ηδονής στο λόφο χώνεται και πάλι στα υπόγεια της μνήμης και αποκοιμιέται.
<<Θα σε βόλευε…>> με ένα τρόπο πλάγιο, αλλά σαφή επαναφέρει την κατηγόρια.
Η Κλέα ρίχνει το κεφάλι της στη ράχη της πολυθρόνας. Πρώτα κλείνει τα μάτια,
<<Λες βλακείες!…>> κάτι σαν σχόλιο ακούγεται, κι έπειτα τα βλέφαρα ανοίγουνε, αφήνουν τις ίριδες να λαμπυρίσουν, << Άλλωστε ξέρεις ότι δεν μπορώ να πάω με άλλον άντρα… >>
Άραγε το εννοεί ή …
Κάνει πως δεν καταλαβαίνει αυτό που εκείνη ξεκάθαρα προσπάθησε να του πει, άλλωστε αν αποδεχότανε αυτό αμέσως θα διέγραφε και την δική του ειλικρίνεια στις ώρες των συνευρέσεών τους.
<<Τίποτε δεν είναι αξεπέραστο…>> της απαντά και αν είχε το κουράγιο θα της έλεγε πως τελικά κι αυτός δεν είναι μόνο ο άντρας της, αλλά και ο όποιος αρσενικός. Ότι νομίζει εκείνη πως η εικόνα του σώματός της δημιουργεί στην σεξουαλικότητα ενός ξένου, κάποιου τρίτου, το ίδιο θα μπορούσε κάλλιστα να ειδωθεί και από εκείνον… Αν δεν γίνεται –αν δεν έχει επιτραπεί να γίνει- είναι γιατί αυτός το αποφάσισε. Το σκηνοθέτησε. Και το ερμήνευσε. Το ερμηνεύει πάντα, διάβολε.
Μα η Κλέα φαίνεται ότι θεωρεί δεδομένη την κατάκτηση που της προσφέρθηκε. Με απόλυτη αυτάρκεια, εγωκεντρικά τον αγνοεί -δεν μετρά στις στήσεις που τις αφιερωθήκανε και τις δικές του ;
<<Καλά τώρα!… Το ξέρεις ότι δεν θα το άντεχα… Μπορείς να είσαι σίγουρος ότι δεν θα πάω με άλλον άντρα>> σχολιάζει.
Την κοιτά έκπληκτος. Είτε στην ηθική της αναφέρεται, είτε στον ακρωτηριασμό της –όπως και νάναι, σαφέστατα τον προσβάλλει. Και με συνέπεια στον παραλογισμό της καταλήγει,
<< Εγώ, όμως, δεν είμαι!>> -μια δήλωση ανατροπής. Η πραγματικότητα αμφισβητείται, αυτό που εκείνος αποφάσισε να δωρίσει στον εαυτό του και σε εκείνη, αυτό και μόνο υπάρχει και αν χρειασθεί ακόμα και στην κρίση των τρίτων μπορεί να εκτεθεί με δίχως φόβο απόρριψής της.
Η πλάνες που στηρίξανε τον δεσμό… Γιατί δεν θέλει να παραδεχτεί πως στήριγμα τέτοιας μορφής δεν είναι δυνατόν να υπάρξει;
Απορεί με τον ίδιο του τον εαυτό που κρατά ακόμα την ψυχραιμία του. Τελικά μπορεί στ΄ αλήθεια αυτός να είναι ο αδύναμος κρίκος. Πώς αλλιώς να εξηγήσει ότι αποφασίζει να συνεχίσει την υποχώρηση, καταφεύγοντας στην αξιοπρεπή στάση του χιούμορ.
<< Ότι δεν θα πάω με άντρα;>> της λέει.
<<Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ…>> εκείνη συνεχίζει το μαστίγωμα που τώρα πια πληγώνει και την δική του και της δική της πλάτη.
Αποφασίζει να χρησιμοποιήσει μια ψυχαναλυτική ερμηνεία για να της δώσει την απάντησή του.
Αλλά, βαθιά μέσα του, έχει σχεδόν αποδεχτεί ότι η Κλέα δεν υπακούει σε κανόνες που η ίδια δεν θέλει πλέον να ισχύουν. Ίσως –μια άλλη σκέψη, αυτή- ίσως, πάλι, να θέλει να πάρει απάνω της όλη την ευθύνη της κρίσης. Γυναίκα δεν είναι; Και οι γυναίκες συνήθως θεωρούν πως το πρόβλημα στη σχέση από αυτές προέρχεται –έχουν χάσει ίσως τη γοητεία τους, δεν καταφέρνουν να παραπλανούν ή να πείθουν τον σύντροφό τους. Με δυο λόγια αναλαμβάνουν εξ΄ ολοκλήρου τις ευθύνες τους, ακόμα κι όταν δεν τους αναλογεί παρά ένα μικρό ποσοστό της ρήξης. Μια στάση που έχει να κάνει, βέβαια, με την ταύτισή τους με ρόλους μάρτυρα –η εκδίκηση του καταπιεσμένου, ας πούμε. Ακριβώς, δηλαδή, το ανάποδο από αυτό που συνήθως συμβαίνει στους άντρες. Αυτοί αγνοούν τα πάντα και όταν τα πάντα γίνουν φανερά τότε ξαφνιάζονται, τα χάνουν καταρρέουν, δεν αποδέχονται μερίδιο ενοχής –ποτέ ο κυρίαρχος δεν αποδέχεται ότι έχει κάνει λάθος* προτιμά τη ρετσινιά του ανέμελου. Κοινωνικό φαινόμενο αυτό, αλλά ο ίδιος δεν θέλει να τοποθετεί τον εαυτό του στους μέσους όρους, μα στις εξαιρέσεις. Και ως εξαίρεση αρσενικού, ως εξαίρετο αρσενικό, νομίζει πως έχει ενεργήσει, τουλάχιστον από τότε που ωρίμασε και το πάθος της σάρκας πήρε να ηρεμεί, τόσο ώστε να αφήνεται σε μια χαλιναγώγησή του.
Ναι, όπως τότε… Εκείνο το σημαντικό «τότε» υπενθυμίζει την παρουσία του κι αυτός προσπαθεί να φέρει στο νου του την εικόνα την τελευταία που είχε από το αρτιμελές κορμί της. Κι εκείνη την προσπάθεια που έκανε να διατηρήσει τον πόθο που του προκάλεσε, για να τον έχει ως περίσσευμα για τις μέρες που θα ακολουθούσαν.
Πότε του δεν της ανέφερε το τι είχε αισθανθεί εκείνο το απόγευμα, που πάνω στο κρεβάτι του ξενοδοχείου την είδε να ξαπλώνει, με τον κορμό γυμνό και τον εγγλέζο γιατρό να σκύβει από πάνω της, να ψιλαφεί τα στήθη, να ανασηκώνεται και με εγγλέζικο φλέγμα να τους ανακοινώνει την γνωμάτευσή του, ίδια και με των ελλήνων γιατρών… Και τότε είχε μια ανεξέλεγκτη διάθεση να αγνοήσει την παρουσία του ξένου άντρα και να της κάνει έρωτα, έρωτα με πάθος, έρωτα που θα στοίχειωνε το κρεβάτι εκείνο, το τόσο πλούσιο σε ερωτικούς αναστεναγμούς άλλων, αγνώστων, ποικίλων φυλών και εθνικοτήτων ανθρώπων… Ήθελε οι δικοί τους σπασμοί να φωλιάσουν στις γωνιές του ψυχρού δωμάτιου και τα δικά τους τα υγρά να ποτίσουν με την μυρωδιά τους τους τοίχους.
Ως κινηματογραφική ταινία πέρασαν μπροστά του οι δικές τους οι στιγμές –να, εκείνη, που στην άκρη του δικού της κρεβατιού είχαν συνευρεθεί, στην άκρη ακριβώς την είχε φέρει να κάθεται πάνω του και ενώ τα χείλη του ρουφούσαν τις ρόγες της, το σπέρμα του φώλιαζε μέσα στη μήτρα της και η μετέπειτα Αντιγόνη τους γινόταν παρόν. Και κάποια ακόμα –μέσα στα άγρια μεσάνυχτα είχε αυτός ξυπνήσει από εφιάλτη απροσδιόριστο και δίχως μιλιά, σχεδόν ανάμεσα στη ύπνο και ξύπνιο την είχε τραβήξει προς τη μεριά του κι ολότελα βουβά είχε αναζητήσει τα στήθη της και από αυτά λες κι είχε θηλάσει την γαλήνη και μετά η ένώση τους ήταν το ξόρκι στον άγριο τον υπόγειο εφιάλτη.
Πάντα τα στήθη της υπήρξαν η πηγή της ζωής του –κάτι παραπάνω από πόθο, σίγουρα όχι μόνο η απόλαυση της αφής που πίεζε και ακολουθούσε τις καμπύλες, ήταν η σιγουριά πως κατέχει κι αυτός το προσωπικό του ζωτικό χώρο… Οι μαστοί προσφέρουν την ηδονή ότι ζεις –έχεις γεννηθεί και υπάρχεις, τρέφεσαι και χαίρεσαι.
Κι όλες αυτές οι εικόνες, όλα αυτά τα συναισθήματα, τότε στο δωμάτιο του απρόσωπου ξενοδοχείου τον είχαν κατακλύσει κι αν υπήρξε έστω και μόνο μια στιγμή που είχε καταλάβει το πόσο πολύ την αγαπούσε, εκείνο το απόγευμα ήταν. Την αγαπούσε επειδή πολύ την ποθούσε. Ο πόθος φέρνει τον έρωτα. Και ο έρωτας έρχεται και προσκαλεί την αγάπη… Τι στο διάβολο ανοησίες του πετά, λοιπόν; Τώρα;…
<<Η μόνιμη ανασφάλεια σου>> η φράση που επέλεξε, δεν φανερώνει το παράπονο που κρύβει.
Καθόλου μάλιστα! Αφού να που την ακούει, να του απαντά σε άλλο κλίμα, με διάθεση επιθετική.
<<Εσύ είσαι που λες ότι υπάρχουν πράγματα που θα τα μάθουμε μετά τον θάνατό σου>>
Τελικά είναι μια γυναίκα σε πανικό –αυτή η σκέψη είναι η πρώτη φορά που έρχεται να δηλώσει την άποψή της. Και τον φοβίζει προς στιγμή. Τον φοβίζει γιατί δεν είναι σίγουρος ο πανικός από ποια πηγή εκβάλλει.
Δεν μπορεί να αρνηθεί πως χρόνια τώρα της καλλιεργούσε το μυστήριο γύρω από την πιθανή ίσως ύπαρξη μιας κρυφής ερωτικής ζωή του.
Αν η Κλέα είχε μια αυτάρκεια θα μπορούσε να σκεφτεί ότι ο άπιστος σύζυγος δεν δηλώνει τόσο έντονα τις απιστίες του. Αλλά όχι αυτάρκεια δεν έχει, έχει αμφιβολίες και οι νύξεις του θεωρούνται πως μέσα στην τόλμη της δήλωσής τους προσπαθούν να γίνουν πιστευτές ως ψέματα.
Πάντως εκείνος ήταν πάντα ειλικρινής. Δεν δεχότανε τον όρο απιστία, σε μια εξωσυζυγική σχέση τον μόνο κίνδυνο που διέκρινε ήταν το να γίνει γνωστή. Ότι δεν ξέρουμε δεν υφίσταται, έτσι δεν είναι;
Μα η Κλέα δεν κατανοούσε τους θεωρητικούς ακροβατισμούς. Πλάσμα που αναζητούσε τη σιγουριά στέρεα σχεδιασμένων οδών.
Ποιος, λοιπόν, τώρα έχει πανικοβάλει την Κλέα; Ο εαυτός της ή ο ίδιος;
Τον βολεύει η δεύτερη άποψη. Κι έτσι,
<<Γιατί δεν θες να καταλάβεις που τελειώνει το παιχνίδι και που αρχίζει η πραγματικότητα;>> προσπαθεί να την ηρεμίσει. Ίσως εντός της γαλήνης να μπορούν να βρούνε τη λύση. Όπως κι άλλοτε, άλλωστε, το πετύχανε. Για διαφορετικούς λόγους –ίσως… Σε διαφορετικές συνθήκες –σίγουρα. Μα πάντα αυτά συμβαίνουν στα ζευγάρια. Και ξεπερνιούνται… Ξεπεράστηκαν… Τότε. Γιατί όχι και τώρα;
<<Γιατί δεν μπορώ!>> η Κλέα δηλώνει τη διαφορά του τώρα από τα τότε και τα πριν. << Όλα αυτά είναι περίπλοκα… Κουράστηκα να προσπαθώ να καταλάβω… Θέλω να ζω απλά…>>
Πάντα απλά ζούσε. Τα περίπλοκα αυτός τα αντιμετώπιζε, τα έλυνε, τις λύσεις ως δώρα τις της πρόσφερε. Πάντα απλά ζούσε –δηλαδή σε μια πλάνη. Καιρός, λοιπόν, να το καταλάβει.
<<Η ζωή δεν είναι απλή>> σχεδόν τη λυπάται και κακίζει τον εαυτό του που η προστατευτικότητά του την ευνούχισε.
<<Για σένα…>>
Την ακούει να διαφωνεί μαζί του και κάτι τον κάνει να υποψιαστεί ότι καθόλου η ίδια ευνουχισμένη δεν αισθάνεται. Μια γυναίκα που αποφάσισε να αλλάξει διαδρομή.
<< Για πολλούς άλλους είναι!>> συνεχίζει εκείνη κι αυτός προχωρεί περισσότερο την υποψία του –όχι μόνο αλλαγή διαδρομής, αλλά και συνοδοιπόρου.
<<Τώρα το λες αυτό;…>> δεν θα μείνει δίχως αντίδραση στον εξοστρακισμό του, <<Τόσα χρόνια πώς ζούσες;>>
Η Κλέα σηκώνεται από την πολυθρόνα. Μένει ακίνητη, αλλά όλο της το κορμί έχει μια τάση να μετακινηθεί –του θυμίζει το σώμα ενός βρέφους που διστάζει μεν αλλά έχει αποφασίσει πως θα αφήσει το μπουσούλισμα και θα τολμήσει το βάδην.
<<Ποτέ δεν είναι αργά να αλλάξει κάποιος τις απόψεις του>> -να που ξέρει κι η ίδια ότι αυτός μόλις διέγνωσε.
Κι όμως τη θεωρούσε πάντα άτομο συντηρητικό. Κι αν όχι ακριβώς ετερόφωτο, πάντως όχι ριζοσπάστρια. Να ελέγξει, λοιπόν, αν την αλλαγή που διατυμπανίζει την έχει κιόλας αποφασίσει…
<<Μπα!… Και από πότε έγινε αυτό;…>> μέσω της ειρωνείας, επιχειρεί να ανιχνεύσει τις προθέσεις της. Αλλά την ίδια τη στιγμή εικόνες της προηγούμενης ζωής τους επεμβαίνουν βίαια στη σκέψη του, εικόνες, στιγμιότυπα, καταστάσεις, γεγονότα που βέβαια και τα είχε προσέξει, ζήσει, μα που τώρα με άλλο φωτισμό του βγαίνουν μπροστά και αυτός ο άλλος φωτισμός τον κάνει και διαφορετικά να τα ερμηνεύει… Και αυτές οι σχεδόν παραμελημένες εικόνες, ανατρέπουν ότι ο ίδιος είχε επιλέξει να κρατήσει. Του προηγούμενου λεπτού σκέψεις του εξασθενούν, διαψεύδονται… Πώς και νόμιζε ότι η Κλέα ήταν άτομο μη επιρρεπές στις αλλαγές; Τι σχέση έχει η γυναίκα που στέκεται μπροστά του με το κορίτσι του Λυκαβηττού; Και τα ενδιάμεσα πρόσωπά της –τώρα ένα, ένα του έρχονται στο νου* η μάνα που ξέρει να αντιμετωπίσει τις περιπλοκές μιας ανεμοβλογιάς, η καταδικασμένη από τις στατιστικές της επιστήμης που όμως τις ανατρέπει, η επιτυχημένη επιχειρηματίας, η μούσα μιας ομάδας νέων καλλιτεχνών… Αλλαγές, μεταμορφώσεις που η ίδια και αποφάσισε και είχε εκτελέσει. Μα τόσο βλάκας, λοιπόν! Τόσο τυφλός! Τόσο αιθεροβάμων! Αδύναμη, λοιπόν, η ειρωνεία που της έχει μόλις τώρα απευθύνει… Άλλωστε,
<<Ουφ! Παράταμε!>> η Κλέα τον αγνοεί και πάει να βγει από το δωμάτιο.
Και να που εκείνος το βλέπει ότι πέφτει στο κενό. Η δικιά του Κλέα δεν μπορεί να μην υπάρχει! Δεν θα το επιτρέψει! Δεν το μπορεί, δεν το αντέχει!... Φοβάται, τρέμει, πανικοβάλλεται… Προσπαθεί να πάρει μια βαθιά ανάσα.
Την αρπάζει από το χέρι, την τραβά προς το μέρος του, τη φέρνει στον καναπέ, την αναγκάζει να καθίσει.
<<Δεν έχει να πας πουθενά…>> ότι λέει και το εννοεί, << Δεν τελειώσαμε>> την απειλεί κι ενώ με το σώμα του της εμποδίζει τη φυγή, τραβά κοντά του την πολυθρόνα, κάθεται απέναντί της , το πρόσωπό του ακριβώς μπροστά στο δικό της, καθώς μιλά, φωνάζει, σάλια μαζεύονται στις άκριες των χειλιών του, <<Λοιπόν, τώρα θα θυμηθούμε τη μέρα που κάναμε για πρώτη φορά έρωτα… Εκείνα τα μεσάνυχτα …>> αγνοεί τη λογική άποψη, δεν έχει παρά μόνο τον παροξυσμό του κενού να τον οδηγεί…
Η Κλέα έχει χώσει το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες της.
Αυτός σπρώχνει προς τα πίσω την πολυθρόνα, σηκώνεται, βγάζει το πουλόβερ που φορά. Μένει με το πουκάμισο. Το αισθάνεται να κολλά πάνω στο στήθος του. Κλείνει τα παράθυρα του νου του, δεν θέλει να σκέφτεται τίποτε, μοναχά να πράττει επιθυμεί… Λύνει τη ζώνη του παντελονιού και μετά το βγάζει κι αυτό. Πότε είχε βγάλει και τα παπούτσια; Ναι, στο τέλος βγάζει και τις κάλτσες.
Δεν αφήνει τις σκέψεις να δημιουργούνται, μα πολύ προσέχει τις κινήσεις του - όση ώρα γδύνεται είναι διακριτικά προκλητικές μα και ξεκάθαρα αρσενικές, σαν κάποιος που με ηδονική νωχέλεια απολαμβάνει το γδύσιμο του σώματός του. Και επιζητά να προκαλέσει τον άλλον… Έχει μείνει μόνο με το πουκάμισο. Το πουκάμισο είναι φαρδύ και μακρύ* λευκό. Το ξέρει πως σχεδόν θυμίζει ιατρική μπλούζα.
Η Κλέα έχει τραβήξει τα χέρια από το πρόσωπό της, τον παρακολουθεί.
<<Θα ΄πρεπε να γινόσουνα στριπτιζέζ…>> σχολιάζει και δείχνει πως εκείνη έχει επανέλθει στον αυτοέλεγχο της.
Μα λογαριάζει χωρίς τη δικιά του διάθεση. Ο πανικός αρπάζεται από τις πρόσφατες καταστάσεις και του υποβάλλει την απόφαση να μην της επιτρέψει να σχολιάζει μόνο… Ξέρει σε ποιο ακριβώς σημείο την χτυπά καθώς με κυνική διάθεση της απαντά
<<Τώρα πες με και πούστη!…>> -έτσι ξεκάθαρα να ειπωθούν τα πράγματα.
Μια γκριμάτσα ενόχλησης περνά πάνω στο πρόσωπό της, τη διαδέχεται το στεγνό ύφος της απαξίωσης
<<Το ξέρεις ότι δεν μου αρέσει αυτή η έκφραση…>> το σχόλιο της και μετά την ακούει να τον επιπλήττει, <<Κι από πότε εσύ χρησιμοποιείς τέτοιες εκφράσεις;>>
Αλήθεια από πότε; Δικό του το λάθος που τόσα χρόνια παρουσίαζε ένα πρόσωπο απόλυτα αυτοελεγχόμενο. Λες και δεν είχε ο ίδιος ποτέ του αναστολές, εμμονές, δυσκαμψίες, όνειρα, εφιάλτες, υποχωρήσεις…
<<Από σήμερα!…>> δηλώνει την καθυστερημένη επανάσταση και αμέσως μετά αποφασίζει να μιλήσει δίχως υπεκφυγές. Με προστυχιά. <<Κι όποιον είναι πούστης, πούστη θα τον λέω!>> το στήθος του φουσκώνει με τον φρέσκο αέρα της ανακούφισης.
Μα την βλέπει να μην τραντάζεται, να μην ανακάμπτει. Δεν την έχει ξαφνιάσει η μεταμόρφωσή του;
<<Σ΄ έχω παρακαλέσει να σέβεσαι τους φίλους μου!…>> έχει σηκωθεί όρθια κι αυτή. Τον κοιτά σχεδόν με μίσος, <<Το απαιτώ!>>
Το θράσος της τον εξοργίζει κι έτσι όπως εκείνη πάει να βγει από το δωμάτιο, αυτός ορμά και της κλείνει το δρόμο.
Είναι αποφασισμένος να την εξαναγκάσει να θυμηθεί τα χρόνια όπου τη δυνάστευαν οι αναστολές και οι συμβάσεις. Αν τώρα θέλει να του το παίξει ανεξάρτητη και δίχως ηθικά ταμπού, κάποτε ήταν προσκολλημένη στα κοινωνικά «μη» και «δεν πρέπει».
Και έτσι επανέρχεται με πείσμα στην επανάληψη εκείνου του ραντεβού τους. Η φωνή του όμως προδίδει την ασθμαίνουσα προσπάθεια ερμηνείας… Ποιον θα πείσει;…
Αδιαφορεί για το αποτέλεσμα. Η αυλαία έχει ανοίξει. Εμπρός , λοιπόν. Η παράσταση συνεχίζεται…
<<Όταν χτύπησες το κουδούνι σου άνοιξα φορώντας την μπλούζα που είχα από τον καιρό των μαθημάτων στο εργαστήριο της Οργανικής Χημείας…>> υπενθυμίζει σκηνικό, ενδύματα, κινήσεις. <<Θυμάσαι;>> πρέπει να την εξαναγκάσει να συμμετέχει.
Τον αντιμετωπίζει με παγερή διάθεση. Δεν σχολιάζει, δεν συμπράττει, δεν υποκύπτει. Αντιστέκεται.
<<Με ρώτησες…>> δήθεν αυτός προσπαθεί να βοηθήσει τη μνήμη της, <<Έλα πες τι με ρώτησες!>>
Πάντα εκείνη παγερή. Α, όχι δεν θα τον πείσει για τη δήθεν αδιαφορία της.
Ψάχνει να βρει τις προτάσεις που μπορεί να ερέθιζαν την αντίδρασή της.
<<Λοιπόν, γέλασες και είπες –«Θα μου κάνεις εγχείρηση;»… Αμέσως είχε μπει στο παιχνίδι, λες και το περίμενες ότι εκείνη τη νύχτα…>>
Παρακολουθεί το πρόσωπό της να κοκκινίζει. Επιτέλους θα αντιδράσει… Το παρελθόν, το κοινό παρελθόν δεν γίνεται να έχει τόσο πολύ νεκρωθεί –καλά έκανε και προσπάθησε να το ανασύρει. Πολύτιμη βοήθεια
<<Ήξερα ότι οι δικοί σου είχαν φύγει…>> -άραγε η δικαιολογία της αφορά το τότε ή το τώρα;
Καιρός να το ξεκαθαρίσει. Το βλέμμα του ανιχνεύει και την παραμικρή σύσπαση των χαρακτηριστικών της καθώς την σπρώχνει προς την ξεκαθάριση
<< Άρα, το ήθελες κι εσύ… Με ήθελες;>>
Πιάνει να οικτίρει τον εαυτό του. Μα καλά, είναι δυνατό να θέλει να επιβεβαιώσει το πάθος της για εκείνον; Αφού μπορεί εύκολα να ανασύρει από τη μνήμη του τις κραυγές των ηδονών της, το τρεμούλιασμα των λαγόνων της το θυμάται καλά να συνταιριάζεται με τους ρυθμούς των δικών του. Μήπως γίνεται φτηνός;
Μα δεν προλαβαίνει να αναρωτηθεί για την ευτέλεια που τον έχει κυριεύσει.
Εκείνη απαντά αγέρωχα, επιθετικά.
<<Δεν μου λείπανε οι άντρες…>> λέει.
Να που κι αυτός ξαναβυθίζεται στο έρεβος του θυμού του. Και μέσα από τα σκοτάδια της σύγχυσης δεν ελέγχει το όρια της ευπρέπειας και του σεβασμού.
Το ξέρει ότι γίνεται φτηνός έως χυδαίος. Μα έχει αποφασίσει να χαρεί τη λάσπη και τις αηδιαστικές οσμές.
<<Ναι, αλλά τότε δεν μου είπες πως είχες προηγούμενες παρόμοιες εμπειρίες…>> -ω μα ναι, έτσι ήταν, κάτι τέτοιο ο ηλίθιος πίστεψε, με όλη την αντρική του αλαζονεία το είχε εύκολα και ευχάριστα αποδεχτεί, <<Μ΄ άφησες να πιστέψω ότι ήσουν παρθένα…>> -χωρίς να την έχει ακούσει να του το λέει, έτσι το είχε νομίσει… Ο πάντα βλάκας άντρας!
Η Κλέα τον αντιμετωπίζει υστερικά. Κάνει σαν να την αμφισβητεί την εντιμότητα, την καλή ανατροφή, την ηθική στάση…
<<Ήμουνα…>> λέει και λες και το καμαρώνει.
Γιατί δεν αποφασίζει –έστω και τώρα- να χλευάσει τις τότε ανασφάλειές της;
Θα το κάνει εκείνος. Έτσι για να της πει –έστω και τώρα- ότι δεν ήρθε με καθαρή καρδιά στο κρεβάτι του.
<<Βέβαια, με τις πίπες δεν χάνει κανείς την παρθενιά του>>
Η Κλέα αντιδρά άμεσα. Δεν θέλει να της χρεωθεί η τόλμη του τότε.
<<Εσύ μου ζήτησες να σε γλύψω…>>
Βέβαια, τολμηρή τώρα έχει γίνει. Τώρα ακολουθεί τα μανιφέστα του φεμινισμού. Ποιος της τα έμαθε; Αυτός, βέβαια. Ο μαλάκας… Που είχε χαρεί όταν με την πρώτη του κιόλας παράκληση εκείνη έγειρε, έσκυψε… Και δεν είχε προσέξει πως εκείνη είχε πράξει όχι με διάθεση παθητική, υπόδουλη, αλλά για μια δική της ευχαρίστηση… Δεν πρόσφερε, μα απολάμβανε κι άλλωστε αφού θα είχε δώσει, θα μπορούσε και μετά να ζητήσει. Γνήσιος, από τότε, φεμινισμός- επαναστατικός και συνάμα υστερόβουλος. Κι αυτός μέχρι σήμερα νόμιζε πως ήταν ο δάσκαλός της!
Καγχάζει,
<<Κι ομολογώ πως ξαφνιάστηκα και με το ότι αμέσως το έκανες και με το πόσο καλά το έκανες ….>> -ναι, θυμάται καλά και το ξάφνιασμα και την ηδονή που τον κυρίευσε. Και η μνήμη του απαιτεί να ξαναζήσει ότι την ικανοποιούσε, τότε και μετά, μέχρι και πριν από λίγους μήνες. Μνήμη ανδρός, πάει να πει, μνήμη ερωτική έως κάβλας και έτσι αυτός προτείνει έναν συμβιβασμό, μια έστω ανακωχή…
<<Τσιμπουκλού μου, εσύ!>> της δηλώνει την διάθεσή του, της προτείνει έναν αμοιβαίο συμβιβασμό.
Πολύ αργά πια… Έτσι φαίνεται. Τα κολπάκια δεν πιάνουν τόπο.
<<Παράτα με!…>> του φωνάζει. Για εραστή δεν τον χρειάζεται πλέον. <<Δεν δέχομαι να μου μιλάς έτσι!…>>
Αφού δεν θέλει ανακωχή, ας συνεχιστεί η μάχη. Έχει ακόμα πολλά βέλη στη φαρέτρα του. Αν αυτή θέλει να ξεχνά, αυτός θυμάται πάντα.
<<Μου ζήτησες να μην μπω μέσα σου και το δέχτηκα…>> -είναι σαν να ακούει τώρα, μέσα στο αυτί του, το ψιθύρισμά της και πολύ καθαρά έχει η μνήμη του εγγράψει το φόβο του –ο νεαρούλης που λαχταρά από τη μια παρθένα, μα από την άλλη δεν έχει και διάθεση να υποστεί τις συνέπειες ενός ξεπαρθενέματος… Τι εποχή κι εκείνη!... Πνίγει τον αναστεναγμό του, <<Που να φανταστώ όμως ότι εσύ σε όλα τα άλλα ήσουν για τα καλά ξεπεταγμένη…>> επανέρχεται στο ρινγκ.
Εκείνη τον περιμένει με τις γροθιές σφιγμένες, έτοιμη να ρίξει απανωτά χτυπήματα κάτω από τη μέση…
<<Ναι, κι αν δηλαδή το ΄ξερες, τι θα ΄κανες;>> το πρώτο χτύπημα μάλλον διερευνητικό. Ακολουθούν τα πιο καίρια << Έτσι κι αλλιώς δεν είχες τα κότσια να προχωρήσεις πιο πέρα…>> και μετά επιχειρεί το νοκ άουτ <<Φοβόσουν>>
Φοβότανε… Μα ποτέ δεν το είχε παραδεχτεί. Πώς και πότε το είχε καταλάβει εκείνη; Θα συνεχίσει να μην το παραδέχεται, πάντως
<<Δεν ήσουν ανήλικη…>> ελπίζει ότι έτσι την αποστομώνει κι αμέσως μετά επαναφέρει το μεγάλο ατού της ηθικής του ακεραιότητας –του τότε και του πάντα <<Σεβάστηκα, απλώς, τις αρχές σου…>>
Αλλά το ξέρει πως δεν ήταν από σεβασμό που τότε δεν είχε πιέσει. Όχι, από σεβασμό δεν ήταν. Μπορεί να ήταν η δειλία του, μπορεί η απειρία του, μπορεί να ήταν κάτι πιο βαθύ –όταν δεν είσαι σίγουρος αν ο έρωτας θα σε πάει πιο πέρα, τότε πώς να παραπλανήσεις δυο μάτια που σου δηλώνουν ότι σε έχουν εμπιστευθεί;
Το ξέρει ότι και πάλι λυγίζει… Στο διάβολο! Μα πώς και να ξεχάσεις ότι κάποτε αισθάνθηκες, επειδή φοβάσαι ότι τώρα αυτή η ανάμνηση ίσως σε κάνει υποχείριο του άλλου;
Η Κλέα μοιάζει να μην έχει καμιά αναστολή. Δείχνει πως θέλει όλα σήμερα πια να ξεκαθαριστούνε.
<<Ναι, αλλά μου ζήτησες να σε γλύψω…>> εκφράζει την δική της μνήμη. Και συνεχίζει με μια νέα τοποθέτηση << Και δεν σκέφτηκες ότι το ίδιο μπορεί να ήθελα κι εγώ …>>
Όχι, δεν το είχε σκεφτεί. Αυτός που τόσα είχε διαβάσει για την ερωτική συνεύρεση και τόσα λίγα είχε ζήσει, δεν είχε φτάσει στο σημείο να σκεφτεί να της κάνει και έρωτα στοματικό. Δεν το είχε σκεφτεί… Μάλλον δεν ήταν από εκείνα που οι φίλοι της εποχής ρίχνανε πάνω στο τραπέζι των κατακτήσεών τους. Αλλά…
<<Γιατί δεν στο έκανα;…>> της λέει και θυμάται πολύ καλά το μεθύσι που είχε νοιώσει καθώς η μυρωδιά του απόκρυφου σημείου της, τον είχε οδηγήσει σε μια θέση τόσο έντονου παροξυσμού. Ένα μέρος του εαυτού του είχε απογειωθεί, το άλλο μέρος παρακολουθούσε έκπληκτο… Τελικά ο άντρας χάνει περισσότερο από μια φορά την παρθενιά του…
Η σκέψη αυτή σχεδόν του προξενεί ένα χαμόγελο, αλλά η Κλέα τον επαναφέρει εδώ που η σχέση τους έχει φτάσει. Στην απομυθοποίηση.
<< Όταν εγώ στο ζήτησα…>> του λέει, χωρίς να μπορεί να υποψιαστεί πως μόλις προ δευτερολέπτου ο ίδιος αυτό ακριβώς είχε θυμηθεί και επανακρίνει…
Αλλά δεν θέλει, τώρα και απέναντί της, να αποδεχτεί την πτώση των μύθων. Γιατί μέσα σε αυτούς όλα τούτα τα χρόνια έζησε. Σε αυτούς στηρίχτηκε. Δεν θα τους εγκαταλείψει.
Την πλησιάζει, την αγκαλιάζει…
<<Ότι έχω μάθει του έρωτα, τα έχω μάθει από σένα…>> της δηλώνει την αφοσίωσή του και αποφασίζει να χρησιμοποιήσει το τερτίπι που η φύση στον κάθε αρσενικό έχει χαρίσει… Τρίβει τα γεννητικά του όργανα πάνω στα δικά της.
Η Κλέα απομακρύνεται από κοντά του. Το τερτίπι πρέπει να γίνει πιο ξεκάθαρο. Πρόταση, ας πούμε…
<< Θέλω να σου κάνω έρωτα…>> της προτείνει. Μια προτροπή…
Και τότε ξαφνιάζεται με τις διεργασίες του νου του που έφερε στην επιφάνεια μια λέξη –προτροπή- που κάποτε τη χρησιμοποιούσε ως τίτλο στα ποιήματα που της έγραφε. «Μικρή προτροπή για ταξίδι». «Μικρή προτροπή για τέλος»…
Τα έγραφε με τα ακατάστατα, βιαστικά του γράμματα πάνω σε άτσαλα κομμένα φύλλα τετραδίου και της τα διάβαζε πρώτα από το τηλέφωνο. Η σιωπή της, όσην ώρα τον άκουγε, δεν ήταν σιωπή βουβή, είχε το ρυθμό της ανάσας της, ρυθμό που ξεκινούσε από την περιγραφή της χαράς και κατέληγε στην έκρηξη του πάθους. Και θα της τα ξαναδιάβαζε –πεσμένοι κι οι δυο στο χαλί του δωματίου του. Όταν θα τελείωνε την απαγγελία τα άτσαλα κομμένα φύλλα του τετραδίου θα πέφτανε γύρω από τα σώματά τους και γρήγορα θα καλύπτονταν από τα ρούχα τους –το πουλόβερ του, τη φούστα της, τον στηθόδεσμο της…
Οι προτροπές για ταξίδια από τότε σχεδιαζόντουσαν. Πόσα από εκείνα τα ταξίδια γίνανε, λοιπόν; Κι έφτασε, τώρα, η στιγμή του τέλους τους;… Να το αποδεχτεί;
Δεν προλαβαίνει να αποφασίσει
<<Δεν μου το είπες τότε έτσι αυτό…>> –διακρίνει σαρκασμό στα λόγια της Κλέας;
Κι αυτός αποφασίζει να γίνει πιο σαφής. Πλέον επίκαιρος. Μπορεί με τη σαφήνεια να αποτρέψει το τέλος…
<<Τώρα θέλω να σου κάνω έρωτα!>>
Αλλά είναι ξεκάθαρο ότι η φράση καταγράφεται με έντονο ρεαλισμό. Δίχως την ποίηση του τότε. Οι εποχές έχουν αλλάξει ή τα συναισθήματα;
<<Δεν θέλω όμως εγώ…>> η Κλέα έτσι όπως του απαντά τον κάνει να πιστέψει το δεύτερο. Κι άλλωστε να την που συνεχίζει, δηλώνοντας τη νέα κατάσταση πραγμάτων <<Και τι θα πει να μου κάνεις έρωτα; Δεν είμαι αντικείμενό σου!>>
Τώρα πια είναι σίγουρος ότι και το τελευταίο πια ταξίδι όχι απλώς έχει τελειώσει, μα δεν έχει καν λόγω ύπαρξης. Και τι γελοία πρέπει να είναι η εικόνα του, έτσι με αυτό το φαρδύ πουκάμισο… Ξεβράκωτος!
Αρχίζει να φορά και πάλι τα ρούχα του. Δεν είναι σίγουρος αν θέλει να κρύψει τον εκνευρισμό του. Ξέρει ότι τον αδικεί. Θυμώνει…
<<Για σένα ο έρωτας ήταν πάντα μια μορφή υποταγής…>> της απαντά και συνεχίζει, <<Παράταιρος φεμινισμός και προσωπικές ανασφάλειες…>> βγάζει με λέξεις κόσμιες το δυσώδες υγρό μιας χολιασμένης ψυχής. Της δικιάς του.
Η Κλέα δείχνει ότι η ενόχληση δεν την αφορά. Δεν πρόκειται –έτσι δείχνει να θέλει να δηλώσει- να ασχοληθεί με τις θεωρητικές του αναλύσεις.
Μα αν είναι έτσι, αν κάτι τέτοιο θέλει –την προστυχιά της επιφανειακής ανάλυσης- τότε θα της το κάνει το χατίρι.
<<Κι αν θες να ξέρεις γι αυτό διάλεξες ένα ομοφυλόφιλο…>> -να που η ανάλυση μπορεί να γίνει και δίκοπο στιλέτο, <<Μπορείς να τον ελέγχεις>>
Στην ουσία το μόνο βέβαιο είναι πως αυτός ελέγχει τον εαυτό του. Χρησιμοποίησε την κόσμια λέξη κι όχι την άλλη την χυδαία, την πρόστυχη, την απαξιωτική.
Την βλέπει να μισοκλείνει τα μάτια, να σμίγει τα φρύδια –όλα αυτά ενδείξεις θυμού. Μα το πάνιασμα στα μάγουλα φανερώνει αμηχανία. Κι όταν λέει
<<Είναι απλώς και μόνο ένας φίλος>> στη φωνή της κρύβεται η υποψία ενός λυγμού.
Επιτέλους Κλέα! –θέλει να τολμήσει να εκφράσει την ικεσία του. Πάρε πια μια απόφαση. Ταξινόμησε σχέσεις, σκέψεις, συνθήκες…
<<Γιατί δεν τολμάς να παραδεχτείς ότι θα ήθελες να ήταν κάτι περισσότερο>> της ζητά να αποδεχτεί και την ίδια τη στιγμή τρέμει μήπως αυτό στ΄ αλήθεια συμβαίνει.
<<Θεέ μου! Καταλαβαίνεις ποιον ζηλεύεις;>>
Αν καταλαβαίνει, λέει! Λίγα λεπτά πιο πριν έβλεπε το κορμί της και το χαρακτήριζε κορμί μεσήλικης γυναίκας. Ναι, είχε εκπαιδεύσει τον εαυτό του να έλκεται και από την κυτταρίτιδα και από τη χαλαρότητα του ενός και μόνο μαστού… Λίγο πιο πριν μόλις ήταν που σχεδόν είχε γυμνωθεί μπροστά της, οικτίροντας το σώμα του που τολμούσε να ζητά την υπενθύμιση της ίδιας εικόνας του κάπου τριάντα χρόνια πιο πριν –θράσος να αγνοεί ότι οι τρίχες του στέρνου του ασπρίζουνε και κηλίδες σταμπάρουν την επιφάνεια των μηρών του. Λίγο πιο πριν όλα αυτά. Κι ενώ ανάμεσα σ΄ εκείνη και σ΄ αυτόν μπορούσε να βλέπει τη σφριγηλότητα του νεανικού σώματος ενός τρίτου… Τη νεότητά του… Και μάλιστα διαθέσιμη είτε σ΄ εκείνη, είτε σ΄ αυτόν.
Ο τρόμος του εκφράζεται με τις αποχρώσεις μιας ενδιάμεσης κατάστασης –μεταξύ θυμού και τρόμου.
<<Άφησες και πάλι κάποιον να μπει ανάμεσά μας…>> -εκείνο το «και πάλι» είναι που το θεωρεί ως σωσίβιο της προσωπικής του αυτοάμυνας. <<Αυτό και μόνο είναι αρκετό!>> δεν της δίνει κανένα ελαφρυντικό.
<<Μα δεν είναι ανάμεσά μας!>> η Κλέα υπερασπίζεται τον εαυτό της.
Αν, όμως, έστω και το ελάχιστο μιας ενοχής αποδεχότανε. Αν έστω και αμυδρώς άφηνε να εκφραστεί μια τύψη για τις δικές της ενέργειες. Αν… Τότε κι αυτός ίσως θα μπορούσε να αφεθεί σε μια πιο ουσιαστική εξομολόγηση. Σε ένα ξέρασμα της παράλογης εμμονής του…
Ανάβει τσιγάρο. Ρουφά βαθιά τον καπνό. Ίδια με πρωτάρη καπνιστή ελπίζει να ζαλιστεί. Έχει ανάγκη μια ζαλάδα. Να κάνει θολό και το τώρα, θολά να επιστρέψει στο χτες.
Το τσιγάρο έχει μια γεύση πικρή, το σβήνει. Όσην ώρα μιλά, δεν κοιτά προς το μέρος της. Το βλέμμα του προσηλωμένο στο τασάκι και το δάχτυλό του πιέζει το αποτσίγαρο. Το διαλύει.
<<Κανονικό έρωτα κάναμε μετά από δέκα μήνες. Όταν αρραβωνιαστήκαμε… Το επόμενο κιόλας βράδυ…>> ουδέτερη προς το παρόν η αφήγηση του. Μα αμέσως να που παίρνει πιο προσωπικές αποχρώσεις, <<Σχεδόν εσύ ήσουνα που με έσπρωξες να μπω μέσα σου… Η ανταμοιβή μου στο ότι είχα δεχτεί να επισημοποιήσουμε τη σχέση μας…>> δεν σαρκάζει* περιγράφει απλώς, << Μέχρι τότε χίλιες σαχλές δικαιολογίες… Πιθανή αιμορραγία, πιθανή εγκυμοσύνη… Βλακείες!… Η αστική σου νοοτροπία και μόνο!…>> βέβαιος τώρα για τις απόψεις του, υψώνει την ένταση της φωνής του, <<Με τον αρραβωνιαστικό μου κι αν με πιάσουν να πηδιέμαι δεν πρόκειται να γίνει κανένα ιδιαίτερο σκάνδαλο… Ενώ με τον γκόμενο!… Τι θα πει η γειτονιά;… Ο πατέρας θα ντροπιαστεί…>> σταγόνες σάλιου μαζεύονται στις άκριες των χειλιών του.
Και οικτοίρει τον εαυτό του, τον μισεί τον πρόστυχο, θυμωμένο, ανασφαλή εαυτό του που περιγράφει εκείνη τη μέρα με τρόπο τόσο φτηνό. Γιατί ακόμα κι αν όλα αυτά υπήρχαν μέσα στη σκέψη της και μέσα στις υποψίες του, ακόμα και τότε, υπήρχε πάντα εκείνο το μισοφωτισμένο δωμάτιο, με τις κουρτίνες από τη μια να κρύβουν το ενοχλητικό φως της μέρας, και από την άλλη να προσφέρουν τις αποχρώσεις του υφάσματός τους πάνω στους τοίχους και στο σώμα της –πράσινο σκούρο, βαθύ πράσινο, ίδια με κάμπο ή θάλασσα σε νησιώτικο κόλπο. Και δεν μπορεί να αρνηθεί πως είχε στ΄ αλήθεια ανιχνεύσει την εκπομπή του σώματός της, το κάλεσμά του… Οι μαστοί της ολότελα πλούσιοι στους χυμούς της, οι χυμοί να τρέχουν ξέφρενα σε κάθε μέλος του κορμιού της και να τον προσκαλούν, να επιζητούν να ανοίξει κι αυτός τους κρουνούς των δικών του χυμών, για να ενωθούνε πλέον τα πάθη τους κι ο πόθος τους, να γίνει η ένωση… Και η μυρωδιά της ήταν πλέον μόνο θηλυκή –ούτε μοσχοσάπουνο, ούτε αποσμητικό ή άρωμα λεβάντας. Μυρωδιά γυναίκας. Μιας γυναίκας. Της δικής του. Και βούτηξε στην πηγή της με το πάθος του ταγμένου βουτηχτή και ούτε αυτός μήτε κι εκείνη στάθηκαν στον κοινωνικό δισταγμό που θέλησε να εκφράσει, δειλά, τις αντιρρήσεις του. Όχι δεν ήταν ο Μενέλαος και η Κλέα… Άντρας και γυναίκα ήταν. Αυτός κι εκείνη. Στη στιγμή της ένωσής τους.
Ιερή στιγμή, δική τους κι αυτός την περιγράφει με σταγόνες σάλιου να μαζεύονται στις άκριες των χειλιών του. Η παρουσία τους μαρτυρεί τη χλεύη.
Τη χλεύη η Κλέα δεν την αποδέχεται.
<<Ε, λοιπόν, έτσι ήταν…>> τον διακόπτει και τον ξαφνιάζει, τον πληγώνει καθώς συμφωνεί μαζί του, <<Μέχρι και πριν από λίγο έτσι ήταν. Ναι, πάντα σκεφτόμουνα τους άλλους…>> μα αν μαζί του συμφωνεί, τότε θα διαφωνεί με τα όσα κάποτε είχε κάνει; <<Ήμουνα η σεμνή κόρη που δεν έπρεπε να εκθέτει την οικογένειά της…>> με τα δάχτυλα μετρά τις αρετές που καταπιέζανε, << Η σύζυγος που δεν έπρεπε να δίνει δικαιώματα να τη σχολιάσουν… Η μητέρα που έπρεπε να φροντίζει τα παιδιά της να μην τους λείπει τίποτε…>> τα δάχτυλα παύουν να παίζουν το ρόλο του άβακα, από κάπου προσπαθούν να γραπωθούν, <<Στον εαυτό μου τίποτε δεν έδινα… Δεν τον άκουγα καν!…>> το σώμα της έχει τεντωθεί επικίνδυνα, << Ως εδώ!…>> εκτονώνεται, <<Τώρα τον ακούω… Ναι!… >> στρέφεται προς το μέρος του. Το πρόσωπό της λες και θέλει να πέσει πάνω στο δικό του, <<Το καταλαβαίνεις; Δεν έχει να κάνει με σένα… Με ΄κείνον… Με μένα έχει να κάνει!>> ουρλιάζει, ξεσπά, εκρήγνυται, <<Με μένα γαμώτο!>> κραυγάζει και τα χέρια της αναζητούν την ελευθερία καθώς χώνονται μέσα στα μαλλιά της. Κι έπειτα σιωπά. Έτοιμη να καταρρεύσει. Προτιμά τη αποχώρηση. Αξιοπρεπής στάση. Πάει να βγει από το δωμάτιο.
Αυτός τα άκουσε όλα. Πόσα από αυτά να αποδεχτεί; Πώς να πιστέψει ότι μια ζωή που ήθελε να τη θεωρεί κοινή, των δυο τους, ξαφνικά παρουσιάζεται διχασμένη στα δύο;
<<Με μας έχει να κάνει!…>> θέλει να εκφράσει την αντίρρησή του κι όταν την βλέπει που ετοιμάζεται να φύγει από το δωμάτιο, ξαφνικά συνειδητοποιεί το εύρος του ρήγματος, <<Πού πας;>> με ένταση ρωτάει και τα δεξί του χέρι αγκιστρώνει το αριστερό δικό της. Δέκα δάχτυλα μπλεγμένα στον ιστό μιας ζωής –έτσι αυτός τα βλέπει κι ακόμα ξεχωρίζει τις πρώτες καφετιές κηλίδες που σκιάζουν τις έξω πλευρές τους.
Μα η Κλέα τραβά το χέρι της, ξεφεύγει από το άγκιστρό του, ψάχνει να βρει που μπορεί η τσάντα της να έχει χωθεί. Κινήσεις ουδέτερες, δεν φανερώνουν τις προθέσεις της. Το κάνει με τα λόγια της
<<Θέλω να βγω έξω…>> -συγκεκριμένη πρόταση. Αλλά αποφασίζει να της δώσει μια ιδιαιτερότητα, <<Πνίγομαι εδώ μέσα!>>
Εκείνος υποψιάζεται την εγκατάλειψη. Βεβαιώνεται πως δεν ελέγχει την πορεία. Σκύβει το σώμα του, τεντώνει τα χέρια του
<<Δεν έχει να πας πουθενά!>> τρίζουν τα δόντια του. Την αρπάζει από πίσω.
Η Κλέα του θυμίζει ύαινα που εγκλωβίστηκε σε κλουβί, φίδι που το αρπάξανε με πριονωτή διχάλα, αντιλόπη που σπαρταρά μέσα στα σαγόνια λέοντος, καρδερίνα που της σφίγγουν το λαιμό.
Προσπαθεί με ένταση, πάθος, αποφασιστικότητα να ξεφύγει.
Αυτός μετατρέπει τα χέρια του σε σχοινιά, σε βρόγχο της παλάμες του. Αγωνίζεται να κάνει την αγκαλιά του κελί για να την χώσει μέσα. Μετά την πιέζει στους ώμους, την αναγκάζει να σκύψει, <<Πουθενά!…>> αγκομαχά, την πιέζει περισσότερο, την αναγκάζει να γονατίσει <<Πουθενά!…>> διατάζει, <<Εδώ!… Εδώ είναι η θέση σου!…>> τελεσίδικα έχει αποφασίσει, <<Μαζί μου!…>> δεν είναι πρόσκληση, απαίτηση είναι << Στο σπίτι μας!…>> έχει κι αυτός γονατίσει και την έχει γραπώσει από τη μέση.
Η Κλέα δεν αποδέχεται τη φυλάκιση.
<<Άσε με!…>> δεν εκλιπαρεί, <<Άσε με!…>> αντιστέκεται. Και καταφέρνει να ξεφύγει από το θανάσιμο εναγκαλισμό. Σηκώνεται. Παίρνει βαθιές ανάσες, <<Πνίγομαι, σου λέω!>> -ενημερώνει, απειλεί, προειδοποιεί, παρακαλά. Δηλώνει.
Η δήλωσή της τον φέρνει στα όρια της απόγνωσης –αν φύγει… Πίσω από την πλάτη του έχει την πόρτα. Πίσω από την πόρτα κυκλοφορούν οι δαίμονες… Δαίμονες που ξύπνησαν και είναι έτοιμοι να εισβάλουν… Στο χώρο του. Στο σώμα του… Στο μυαλό του.
Ακίνητος. Πέτρινος. Σιδερένιος. Ατσάλινος. Να φράζει τις οπές…
Δεν επιτρέπει την όποια κίνηση.
Η Κλέα γονατίζει, τώρα από μόνη της, στο πάτωμα. Τα χέρια της χουφτώνουν το κεφάλι της. <<Όχι!… Όχι!…>> η ένταση της φωνής της πέφτει. Το στήθος της ολοένα και πιο άτακτα σπαρταρά.
<<Όχι!>> -σε ποιον απευθύνει την άρνηση;